Το χρονοδιάγραμμα από τη συμφωνία στο Μακεδονικό, είναι τέτοιο, που απαιτεί αρκετό καιρό για τη διευθέτηση θεμάτων όπως είναι οι εμπορικές χρήσεις, σημειώνει σε δήλωσή του ο πρόεδρος της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας και του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιά Βασίλης Κοκρίδης.
Παράλληλα, σημειώνει ότι η συμφωνία «εκτός από τα μείζονα εθνικά θέματα που δημιουργεί, στα ελάσσονα, δεν δίνει στην ελληνική πλευρά ούτε οικονομικά, ούτε επιχειρηματικά, κάποια προστιθέμενη αξία, αλλά αντιθέτως μας αφαιρεί».
Αναλυτικά η δήλωση του κ. Κορκίδη αναφέρει τα εξής:
«...Από το κείμενο της Συμφωνίας των πρωθυπουργών Ελλάδος-Σκοπίων, δεν επιβεβαιώνεται ότι θα υπάρξουν αμοιβαία οφέλη, τόσο στο οικονομικό, όσο και στο γεωπολιτικό επίπεδο. 'Αλλωστε η χώρα μας είναι ήδη μεταξύ των πέντε κορυφαίων επενδυτών στα Σκόπια, με τις ελληνικές επενδύσεις, κυρίως στους τομείς των πετρελαιοειδών και καυσίμων, των τραπεζών και του λιανεμπορίου, να υπερβαίνουν το 1 δισ. ευρώ. Είναι, επίσης, ο έκτος κυριότερος εμπορικός εταίρος της πΓΔΜ, με το συνολικό διμερές εμπόριο να φθάνει σε αξία τα 787 εκατ. ευρώ το 2016 και τις ελληνικές εξαγωγές προς τη γείτονα χώρα τα 566 εκατ. ευρώ. Ειδικά για τη πΓΔΜ, η Βόρεια Ελλάδα αποτελεί απαραίτητο εμπορικό εταίρο, ενώ το λιμάνι της Θεσσαλονίκης είναι η σημαντικότερη πύλη για τη διακίνηση των αγαθών της. Συνεργασία επίσης ήδη υπάρχει και στον τομέα του τουρισμού, με περισσότερες από 1 εκ. διελεύσεις/αφίξεις επισκεπτών από τα Σκόπια κάθε χρόνο, κυρίως στη Χαλκιδική, αλλά και σε άλλες περιφέρειες της χώρας μας.
Μία κοινά αποδεκτή λύση, κατά προτίμηση, χωρίς τη χρήση του ονόματος «Μακεδονία» στο θέμα των Σκοπίων, θα επέτρεπε στη γειτονική χώρα να δρομολογήσει ομαλά τη ζωτικής σημασίας γι' αυτή ένταξη της στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ, προκαλώντας σταθερότητα στην ευρύτερη περιοχή. Με αυτές τις προϋποθέσεις, θα μπορούσε ίσως κανείς να δει μία περαιτέρω ενίσχυση των οικονομικών σχέσεων μεταξύ των δύο επιχειρηματικών κοινοτήτων, με αμοιβαία οφέλη για την ανάπτυξη και την απασχόληση. Επιπλέον, τότε μόνο θα επέτρεπαν οι συνθήκες στην Ελλάδα να ενισχύσει χωρίς προβλήματα την ευρωπαϊκή θέση της στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων και να αξιοποιήσει αποτελεσματικότερα τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται στο διαμετακομιστικό εμπόριο, περιορίζοντας ταυτόχρονα την εκτεταμένη αιμορραγία ύψους 800 εκ. ευρώ της διασυνοριακής κατανάλωσης από την Ελλάδα στην πΓΔΜ. Τέλος, προβληματισμό και έντονη ανησυχία προκαλεί στην ελληνική επιχειρηματικότητα ο προσδιορισμός της εντοπιότητας των μακεδονικών μας προϊόντων.
Από εμπορικής πλευράς τα αρνητικά εντοπίζονται στα εξής: Πρώτον, το χρονοδιάγραμμα είναι τέτοιο, που απαιτεί πολλές προσπάθειες και αρκετό καιρό για τη διευθέτηση πολύ σημαντικών θεμάτων, όπως για παράδειγμα είναι οι εμπορικές χρήσεις. Το γεγονός δηλαδή ότι δεν λύθηκαν οι εμπορικές χρήσεις, δημιουργεί ένα κενό το οποίο θα επιχειρήσουν να εκμεταλλευθούν ένθεν κακείθεν, οι δύο πλευρές και αυτό για εμάς είναι εν δυνάμει αρνητικό. Δεύτερον στο ζήτημα των εμπορικών χρήσεων μπορεί να έχουμε τη δημιουργία ενός οικονομικού ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρηματικών κοινοτήτων των δύο χωρών, διότι θα κοιτάξουν μέχρι να λυθεί το ζήτημα των εμπορικών χρήσεων, να κατοχυρώσουν οι Σκοπιανοί, διεθνώς κάποιες ονομασίες, πέρα από τις κατοχυρωμένες σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, με πατέντες, σήματα και άλλα, που ούτως ή άλλως δεν μπορούν να αμφισβητηθούν.
Επειδή λοιπόν δεν είμαστε «έμποροι πατριωτισμού» αλλά οι Έλληνες έμποροι έχουμε επανειλημμένως επιδείξει οικονομικό πατριωτισμό, θεωρώ ότι η εν λόγω συμφωνία, εκτός από τα μείζονα εθνικά θέματα που δημιουργεί, στα ελάσσονα, δεν δίνει στην ελληνική πλευρά ούτε οικονομικά, ούτε επιχειρηματικά, κάποια προστιθέμενη αξία, αλλά αντιθέτως μας αφαιρεί».