ε ηλικία 88 ετών πέθανε η πρώτη Αφροαμερικανίδα που βραβεύτηκε με Νόμπελ. Ο κατάλογος με τα επιτεύγματα της Τόνι Μόρισον είναι ατελείωτος. Το μοναδικό της συγγραφικό στυλ χαρακτηρίζεται από κοινωνικά ευαίσθητη θεματολογία, εξαίσιες περιγραφές και δυνατούς Αφροαμερικανούς ήρωες, κυρίως γυναίκες.
Γεννημένη το 1931 στη μικρή πόλη Λορέιν του Οχάιο, η Κλόε Γόφορντ, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, ήταν το δεύτερο από τα τέσσερα παιδιά της οικογένειας. Ο πατέρας της Τζορτζ εργαζόταν κυρίως ως μεταλλοκολλητής, αλλά έκανε παράλληλα κι άλλες δουλειές προκειμένου να στηρίξει την οικογένειά του, ενώ η μητέρα της ήταν μέλος της χορωδίας στην Αφρικανική Επισκοπική Εκκλησία των Μεθοδιστών. Η Τόνι Μόρισον είχε τονίσει σε συνεντεύξεις της πως οι γονείς της τής εμφύσησαν την αγάπη για το διάβασμα, τη μουσική και την αφροαμερικανική παράδοση.
Η συνοικία, όπου μεγάλωσε ήταν πολυφυλετική: οι γείτονές της, εκτός από Αφροαμερικανοί, ήταν Πολωνοί, Ιταλοί και Εβραίοι. Ίσως το συγκεκριμένο περιβάλλον να βοήθησε τη Μόρισον να μην αισθανθεί κατώτερη ή διαφορετική παρόλο που ήταν η μόνη Αφροαμερικανή στην τάξη. «Ήμουν η μόνη μαύρη μαθήτρια και η μόνη που ήξερε να διαβάζει», έχει δηλώσει σε συνέντευξή της στους New York Times.
Το σχολείο ακολούθησαν οι σπουδές της στην αγγλική φιλολογία στο πανεπιστήμιο Howard και στη συνέχεια στο Cornell, απ' όπου έλαβε τον μεταπτυχιακό της τίτλο το 1955. Το 1957 επέστρεψε στο Howard University ως καθηγήτρια και γνώρισε τον μετέπειτα σύζυγό της Χάρολντ Μόρισον, αρχιτέκτονα από την Τζαμάικα. Το 1961 το ζευγάρι απέκτησε έναν γιο, ωστόσο δύο χρόνια αργότερα, η Τόνι αποφάσισε να χωρίσει. Εκείνος επέστρεψε στην Τζαμάικα και η Τόνι, έγκυος στο δεύτερο παιδί, γύρισε στη γενέτειρά της.
Στο Οχάιο θα μπορούσε να μεγαλώσει με τη βοήθεια των συγγενών της τους γιους της Χάρολντ και Σλέιντ, ωστόσο εκείνη τόλμησε να μετακομίσει μόνη με τα παιδιά της στην πόλη Syracuse της Νέας Υόρκης για να εργαστεί ως επιμελήτρια βιβλίων. Μια επαγγελματική απόφαση που ύστερα από λίγο καιρό την οδήγησε στον διεθνούς κύρους εκδοτικό οίκο Random House, στη θέση της υπεύθυνης εκδόσεων.
Έχοντας αφήσει το δικό της αποτύπωμα στον εκδοτικό κόσμο, δίνοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στην έκδοση Αφροαμερικανών συγγραφέων και συνεργαζόμενη με την ακτιβίστρια Άντζελα Ντέιβις και τον διάσημο πυγμάχο Μοχάμεντ Άλι στην συγγραφή των αυτοβιογραφικών τους έργων, η Μόρισον θα εκδώσει το 1970 το πρώτο της μυθιστόρημα, το «Γαλάζια Μάτια» (The Bluest Eye). Για τη συγγραφική της ιδιότητα επέλεξε το υποκοριστικό «Τόνι». Η Τόνι Μόρισον ήταν καθολική και διάλεξε το καλλιτεχνικό της ψευδώνυμο προς τιμήν του Αγίου Αντώνιου.
Και μπορεί η Τόνι Μόρισον να θεωρήθηκε μία από τις πιο εμβληματικές εκπροσώπους της αμερικανικής λογοτεχνίας, εντούτοις το λογοτεχνικό της ντεμπούτο στέφεται με αποτυχίακαθώς η ιστορία της Πέκολα, της μικρής μαύρης που λαχταρούσε όσο τίποτα άλλο να έχει γαλάζια μάτια, προκαλεί αμφιλεγόμενα συναισθήματα στο αναγνωστικό κοινό.
Η ίδια η Μόρισον, αναφερόμενη στο «Γαλάζια Μάτια», έχει δηλώσει ότι απλώς ήταν το βιβλίο που ήθελε να διαβάσει και δεν υπήρχε. Για να μπορέσει να ανταποκριθεί στους ρόλους της μόνης, εργαζόμενης μητέρας και συγγραφέως, ξυπνούσε καθημερινά στις 4 τα ξημερώματα για να γράψει.
Για την ιστορία, το «Γαλάζια Μάτια» έγινε best seller –με τη συμβολή του Oprah Book Club– μόλις το 2000, τριάντα χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση, το βιβλίο πούλησε εκατό χιλιάδες αντίτυπα.
Σύμφωνα με τις εκδόσεις Παπαδόπουλος, το 1973 κυκλοφόρησε το δεύτερο μυθιστόρημα της Μόρισον «Sula» που προτάθηκε για το Βραβείο Αμερικανικού Βιβλίου (American Book Award). Ωστόσο, την πιο θερμή υποδοχή την επιφύλαξαν αναγνωστικό κοινό και κριτική το 1977 στο αριστουργηματικό μυθιστόρημα «Το τραγούδι του Σόλομον» (Song of Solomon, κυκλοφορεί σε νέα μετάφραση της Κατερίνας Σχινά το 2018 από τις Εκδόσεις Παπαδόπουλος).
Όταν ο θεσμός «Book of the Month Club» το ενέταξε στις προτάσεις του προς ανάγνωση, ήταν το πρώτο έργο Αφροαμερικανού συγγραφέα που συμπεριέλαβε στους καταλόγους του μετά το «Γέννημα Θρέμμα» (Native Son) του Richard Wright, έργο που είχε εκδοθεί το 1940. Το «Τραγούδι του Σόλομον» αγαπήθηκε πολύ (ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμαέχει δηλώσει πως είναι ένα από τα βιβλία που τον διαμόρφωσαν) και η βράβευσή του με το «National Books Critics Circle Award» ήρθε απλώς να επισφραγίσει τη μεγάλη του απήχηση.
Ωστόσο, μία ακόμη μεγαλύτερη διάκριση περίμενε την Τόνι Μόρισον δέκα χρόνια αργότερα, όταν κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα «Αγαπημένη» (Beloved) για το οποίο απέσπασε το 1988 το βραβείο Πούλιτζερ (Pulitzer Award), στην κατηγορία της μυθοπλασίας. Αξίζει να σημειωθεί πως όταν το εν λόγω βιβλίο δεν κέρδισε το Εθνικό Βραβείο Βιβλίου, 48 συγγραφείς υπέγραψαν επιστολή διαμαρτυρίας ενώ δέκα χρόνια μετά, η κυρίαρχος των media Όπρα Γουίνφρεϊ έκανε την παραγωγή και πρωταγωνίστησε στην κινηματογραφική μεταφορά του «Beloved».
Η ύψιστη διάκριση θα έρθει το 1993, μετά την έκδοση του μυθιστορήματός της «Jazz» (κυκλοφορεί σε νέα μετάφραση της Κατερίνας Σχινά από τις Εκδόσεις Παπαδόπουλος), οπότε της απονέμεται το Νόμπελ Λογοτεχνίας και γίνεται η πρώτη Αφροαμερικανίδα που κερδίζει τον τίτλο. Την ίδια χρονιά οργανώνει στο πανεπιστήμιο Princeton, στο οποίο διδάσκει από το 1989, ένα εργαστήρι δημιουργικής γραφής γνωστό ως Princeton Atelier. Η μόνιμη συμβουλή που έδινε στους σπουδαστές της ήταν «Μη γράφετε για τη δική σας –μικρή– ζωή», θέλοντας να τους προειδοποιήσει για την παγίδα της αυτοαναφοράς.
Το 1986 η «ανήσυχη» Τόνι Μόρισον αποφασίζει να γράψει το πρώτο θεατρικό της έργο με τίτλο «Dreaming Emmett» και το 1994 τους στίχους για το τραγούδι «Four Songs» και το 1997 για το τραγούδι «Sweet Talk». Το 1999 ασχολείται με την παιδική λογοτεχνία και γράφει μαζί με τον γιο της Σλέιντ επτά παιδικά βιβλία. Το 2006 έγραψε το λιμπρέτο της όπερας «Margaret Garner», μέσα από το οποίο ξετυλίγεται μια τραγική ιστορία δουλείας. Το έργο έκανε πρεμιέρα στην Όπερα της Νέας Υόρκης το 2007.
Έχοντας αποσυρθεί από τα διδακτικά της καθήκοντα στο Princeton, αφοσιώνεται στη συγγραφή. Τον Δεκέμβριο του 2010, βρέθηκε στα μισά του μυθιστορήματος «Γυρισμός» (κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 2017 για πρώτη φορά στην Ελλάδα σε μετάφραση της Κατερίνας Σχινά από τις Εκδόσεις Παπαδόπουλος), όταν ο γιος της Σλέιντ έφυγε από τη ζωή, χτυπημένος από τον καρκίνο.
Η Μόρισον βρήκε παρηγοριά για ακόμα μία φορά στη γραφή.
Το 2012, κυκλοφόρησε ο «Γυρισμός», αφιερωμένος στον Σλέιντ, ενώ έγραψε το λιμπρέτο για την όπερα Desdemona, μια σύγχρονη «φεμινιστική» εκδοχή του σαιξπηρικού «Οθέλλου», η οποία ανέβηκε σε σκηνοθεσία Πίτερ Σέλαρς στο Λονδίνο και τη Βιέννη, και την ίδια χρονιά έλαβε το Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας (Presidential Medal of Freedom) από τον τότε πρόεδρο, προσωπικό φίλο και θαυμαστή της Μπαράκ Ομπάμα. Το τελευταίο της μυθιστόρημα «God Help the child» κυκλοφόρησε το 2015 και το 2016 έλαβε μία ακόμη διάκριση, το βραβείο Pen/Saul Bellow για τη συμβολή της στην αμερικανική λογοτεχνία