Skip to main content
ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Το σχέδιο απόδρασης του Αλέκου Παναγούλη, όπως το περιγράφει η Αθηνά Ψυχογιού

Image
Το σχέδιο απόδρασης του Αλέκου Παναγούλη, όπως το περιγράφει η Αθηνά Ψυχογιού
 clock 22:01 | 30/04/2014
writer icon newsroom ekriti.gr

Μια «άγνωστη πτυχή» της αντιστασιακής δράσης κατά της χούντας και ειδικότερα για το σχέδιο απόδρασης του Αλέκου Παναγούλη απεκάλυψε η Ελληνοαμερικανίδα Αθηνά Ψυχογιού, η οποία ζει στη Μινεάπολη των Ηνωμένων Πολιτειών ,σε συνέντευξη που παραχώρησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και στη Δήμητρα Γιαννοπούλου Γαϊτάνου.

Γεννημένη στις 30 Ιανουαρίου 1929 στο Ντιτρόιτ της πολιτείας του Μίσιγκαν των Ηνωμένων Πολιτειών, η Αθηνά Ψυχογιού επέστρεψε στην Ελλάδα το 1932 -λόγω της οικονομικής κρίσης-, μαζί με τη μητέρα της και τους δυο αδελφούς της. Τα πρώτα χρόνια εγκαταστάθηκαν στο πατρικό τους σπίτι στο Ευπάλιο Δωρίδος. Ο πόλεμος τους βρήκε στο Παγκράτι, αλλά επειδή δεν μπορούσαν εκεί να επιβιώσουν μετέβησαν και πάλι στο Ευπάλιο.

«Τα χρόνια εκείνα ήταν σκληρά. Αρχικά με τον πόλεμο και μετά με τον εμφύλιο καταγράφηκαν αλλεπάλληλες φρικτές αδικίες» ανέφερε η κα. Ψυχογιού, προσθέτοντας ότι «από τότε που συνειδητοποίησα την ύπαρξή μου, δεν μπορούσα να δεχτώ την αδικία και αυτό με έκανε, παρόλο το νεαρό της ηλικίας μου, να συμμετάσχω ενεργά στο αντάρτικο της περιοχής μου ενάντια στο 542 Τάγμα Ψαρρού».

Συνεχίζοντας την αφήγησή της, επεσήμανε ότι «το 1946, σχεδόν απρόοπτα, αποφασίστηκε με οικογενειακή ψηφοφορία η επιστροφή μας στην Αμερική. Έτσι, με το στρατιωτικό καράβι “Marine corp” φτάσαμε στη Νέα Υόρκη και από εκεί μέσω Σικάγου στο Τζένσβιλ της πολιτείας του Ουισκόνσιν, όπου και εγκατασταθήκαμε μαζί με τον πατέρα. Το 1953 παντρεύτηκα τον Παναγιώτη Ψυχογιό στο Τζένσβιλ και σύντομα μετακομίσαμε στη Μινεάπολη. Αποκτήσαμε τρία παιδιά, τον Κωνσταντίνο, τη Μαρία και την Σωτηρία. Η καρδιά μου όμως χτυπούσε στην Ελλάδα. Γι’ αυτό, παρά τις αντιξοότητες και τις αντιρρήσεις του συζύγου μου, το 1965 έσπασα τους κουμπαράδες μου, πήρα τα τρία μου παιδιά και ξαναγύρισα στην Ελλάδα. Η συγκίνησή μου ήταν απερίγραπτη όταν μετά από 19 χρόνια αντίκρισα ξανά τον Παρθενώνα. Ύστερα από τρίμηνη παραμονή, επέστρεψα στη Μινεάπολη. Έχοντας μέσα μου το φιτίλι της δικαιοσύνης και της Δημοκρατίας ανακατεύτηκα ήδη σε οργανώσεις εναντίον του πολέμου στο Βιετνάμ και των δικτατοριών στη Νότια Αμερική, με αποτέλεσμα να μου κάνουν φάκελο. Με το ξέσπασμα της δικτατορίας, φούντωσε και πάλι μέσα μου η ανάγκη για άμεση επιστροφή στην Ελλάδα. Και αυτό δεν άργησε να γίνει».

Μιλώντας για την δράση της στην περίοδο του δικτατορικού καθεστώτος τόνισε ότι «στην αντιδικτατορική οργάνωση που είχα ενταχθεί, παρουσιάστηκε ο Στάθης Παναγούλης, όταν πλέον είχαν συλλάβει τον αδελφό του Αλέκο, για την αποτυχημένη απόπειρά του να δολοφονήσει τον δικτάτορα Παπαδόπουλο και ζητούσε χείρα βοηθείας για την απελευθέρωσή του. Ήταν η πρώτη φορά που τον συναντούσα και αμέσως με κέρδισε. Δώσαμε ραντεβού, μετά από λίγες ημέρες στην Αθήνα. Η συνάντησή μας έγινε στο Χίλτον, όπου εκεί μου μίλησε για ένα στενό φίλο του, τον δικηγόρο Κώστα Ανδρουτσόπουλο, με τον οποίο θα έπρεπε να έρθω σύντομα σε επαφή για να κανονίσουμε τα επόμενα βήματα».

Ανασύροντας μνήμες από εκείνη την περίοδο και συναισθήματα του παρελθόντος, η Αθηνά Ψυχογιού περιέγραψε τις δύσκολες στιγμές που βίωσε, επισημαίνοντας ότι «ο Στάθης Παναγούλης έπρεπε να αναχωρήσει το ταχύτερο από την Ελλάδα και εγώ ανέλαβα να τον φυγαδεύσω. Μπήκαμε σ’ ένα λεωφορείο από την Αθήνα, έχοντας αφήσει τα τρία μου παιδιά στην επίβλεψη του πατέρα μου, με πρώτο σταθμό τη Θεσσαλονίκη. Όλο το βράδυ μείναμε σ’ ένα παγκάκι, περιμένοντας να ξημερώσει για να πάρουμε το τρένο μέσω Γιουγκοσλαβίας, με τελικό προορισμό τη Ρώμη. Η παρουσία μου δίπλα του είχε το ρόλο αυτόπτου μάρτυρος στην περίπτωση που τον συλλάμβαναν και τον σκότωναν. Ήθελαν να υπάρχει κάποιος έμπιστος που να πιστοποιούσε αυτή τη σύλληψη και τη δολοφονία. Το Σοσιαλιστικό κόμμα της Ιταλίας είχε φτιάξει γι’ αυτόν μια πλειάδα διαβατηρίων με ψεύτικα ονόματα. Σε αυτό το ταξίδι, έδειξε στους ελεγκτές το διαβατήριο με το όνομα Πάολο Πίβι (Paolo Pivi). Στο μεταξύ, συνταξιδεύαμε ο ένας απέναντι στον άλλο ως άγνωστοι μεταξύ μας και συνεννοούμασταν μόνο με το βλέμμα».

Ανάμεσα σ’ άλλα, υπογράμμισε το γεγονός ότι όταν έλεγξαν το αμερικανικό διαβατήριό της, «το κράτησαν χωρίς εξηγήσεις» και της το παρέδωσαν στην Τεργέστη. «Από την Τεργέστη, αλλάξαμε τρένο για τη Ρώμη. Μόλις φτάσαμε εμφανίστηκε η αστυνομία. Μας συνέλαβε αμέσως. Άνοιξαν τις βαλίτσες μας, χωρίς όμως να βρουν τίποτα το επιλήψιμο. Ο Στάθης, που μιλούσε ιταλικά, μου εξήγησε ότι έψαχναν απλά για ναρκωτικά και έτσι η καρδιά μας πήγε στη θέση της. Αμέσως μετά έχοντας τελειώσει την αποστολή μου, επέστρεψα αεροπορικώς στην Αθήνα, όπου εγκαταστάθηκα στο Μαρούσι».

Η κα. Ψυχογιού μίλησε για την εφαρμογή του σχεδίου απόδρασης του Αλέκου Παναγούλη. «Πολύ γρήγορα ήρθα σε επαφή με τον Κώστα Ανδρουτσόπουλο, βάζοντας έτσι σε εφαρμογή το σχέδιο απόδρασης του Αλέκου Παναγούλη από τις στρατιωτικές φυλακές του Μπογιατίου. Για την υλοποίηση αυτού του σχεδίου, ο Κώστας με πληροφόρησε ότι θα συνεργαζόταν μαζί μας ένας από τους φύλακες. Εγώ είχα κάθετη αντίρρηση, γιατί πίστευα ακράδαντα ότι αυτός θα μας πρόδιδε. Σκεπτόμενη ότι έχω γεννηθεί στην Αμερική και είχα την προστασία της χώρας αυτής, υποχώρησα. Στην ομάδα που είχε αναλάβει την απόδραση του Αλέκου Παναγούλη, συμμετείχαν εκτός από μένα, η Λαίδη Αμαλία Φλέμινγκ, ο Κώστας Ανδρουτσόπουλος και ο Τζον Σκέλτον από το Νιου Τζέρσεϊ των ΗΠΑ, που σπούδαζε Θεολογία στην Αθήνα και ήταν προσωπικός φίλος της Φλέμινγκ. Όταν μας συνέλαβαν, μάθαμε ότι το νοικιασμένο διαμέρισμα που διέμενα στο Μαρούσι παρακολουθείτο, αφού οι άνθρωποι της ΕΑΤ-ΕΣΑ είχαν νοικιάσει το ακριβώς διπλανό από τα δικό μου. Έτσι, γνώριζαν όλες μου τις κινήσεις μου με τον Στάθη, αλλά και ότι έκανα σχετικά με την απόδραση του Αλέκου. Δηλαδή, τα πάντα. Όταν ήρθε η ώρα εφαρμογής του σχεδίου, ο Σκέλτον, ο Ανδρουτσόπουλος και εγώ επιβιβαστήκαμε σε ένα αυτοκίνητο με οδηγό τον πρώτο και συνοδηγό τον δεύτερο. Εγώ καθόμουν στο πίσω κάθισμα, έτοιμη να υποδεχθώ τον Αλέκο και θα τον οδηγούσαμε κατ’ ευθείαν στο σπίτι της Φλέμινγκ. Ο φύλακας που θα συνεργαζόταν μαζί μας ονομαζόταν Στάικος και μας πρόδωσε εξαρχής, αφού όλα τα γράμματα του Αλέκου προς τον Ανδρουτσόπουλο τα παρέδιδε πρώτα στον Θεοφιλογιαννάκο. Έτσι, γνώριζαν με κάθε λεπτομέρεια τις κινήσεις μας».

Περιγράφοντας την εξέλιξη του σχεδίου, επεσήμανε ότι «ήταν όλα έτοιμα. Κατά τις 3:00 τα ξημερώματα φτάσαμε στο Μπογιάτι, έχοντας την πίσω πόρτα ανοιχτή και αντί να εισβάλει στο αυτοκίνητο ο Αλέκος, μας περικυκλώνουν με τα φώτα αναμμένα, δεν ξέρω πόσα αυτοκίνητα ήταν. Αμέσως καταλάβαμε τι έγινε. Εμένα με τράβηξαν έξω και μαζί με τον Ανδρουτσόπουλο μας έσπρωξαν σ’ ένα φράχτη, ακουμπώντας ένα πιστόλι στο κεφάλι του Ανδρουτσόπουλου και εκπυρσοκροτώντας το για εκφοβισμό. Αμέσως μετά, με πέταξαν στο πίσω κάθισμα ενός αυτοκινήτου, έχοντας δεξιά και αριστερά μου δύο Εσατζήδες με προτεταμένα τα όπλα τους στα πλευρά μου. Το κεφάλι μου ήταν διαρκώς κάτω για να μη βλέπω τη διαδρομή, ενώ παράλληλα άρχισαν να ερωτοτροπούν μαζί μου. Τότε εγώ, που έκανα ότι γνώριζα μόνο αγγλικά, τους ρώτησα αν καταλαβαίνουν τη γλώσσα μου για να βγάλουν επιτέλους τα χέρια τους από πάνω μου. Όταν φτάσαμε στην ΕΑΤ-ΕΣΑ, με πέταξαν σ’ ένα κελί. Ήταν ακόμα νύχτα και είχα χάσει τον προσανατολισμό μου. Νόμιζα πως βρισκόμουν σε κάποιο βουνό. Σκεφτόμουν συνεχώς τα παιδιά μου».

Η κα. Ψυχογιού έκανε λόγο για «φρικτά βασανιστήρια» στα κρατητήρια της χούντας, τονίζοντας ότι «μια εβδομάδα δεν με άφησαν να κοιμηθώ από τα βασανιστήρια. Πρώτος μπήκε στο κελί μου ο Θεοφιλογιαννάκος, ο οποίος τραβώντας μου τα μαλλιά άρχισε να μου χτυπάει το κεφάλι στον τοίχο. Οι πόρτες στα κελιά είχαν σιδερένιες μπάρες που τις πατούσαν συνέχεια για να κάνουν θόρυβο, ώστε να μη κοιμόμαστε. Πέρασε μια εβδομάδα με αϋπνία χωρίς φαγητό και μπάνιο. Ζούσαμε μόνο με νερό και αυτό νοθευμένο. Είχαν φτιάξει ένα ιδιαίτερο κελί για μένα, έξω από την ΕΣΑ, κολλημένο στον τοίχο. Αυτό είχε ένα βρώμικο μαξιλάρι γεμάτο σκνίπες και εγώ άρχισα αμέσως να ξύνομαι. Τότε, ένας φύλακας με διέταξε να σταματήσω. Μετά με έβγαλαν έξω και άρχισαν να ψεκάζουν το κελί. Όταν με ξανάβαλαν δεν μπορούσα να αναπνεύσω. Κόντεψα να πνιγώ και άρχισα να σπρώχνω την πόρτα. Εκτός από τα σωματικά βασανιστήρια, υπήρχαν και τα ψυχολογικά. Μου άλλαζαν συνεχώς κελί και έπιπλα για να μπερδεύομαι. Από τα τρομερότερα για μένα ψυχολογικά βασανιστήρια ήταν όταν μου είπαν ότι η 6χρονη κόρη μου ήταν στο ψυχιατρείο, ενώ η 3χρονη είχε χαθεί κάπου στην Αθήνα. Αυτό με τσάκισε. Να είσαι στη φυλακή και να μην γνωρίζεις την τύχη των μικρών σου παιδιών είναι φοβερό αίσθημα. Την εβδομάδα που δεν με άφησαν να κοιμηθώ, μου έκαναν συνέχεια ανακρίσεις. Μου ζητούσαν να δώσω ονόματα. Έτρωγα ξύλο και χαστούκια τόσα όσα κατά την κρίση τους δεν θα μου άφηναν σημάδια. Στη Μινεάπολη γνώριζα κάποιους δεδηλωμένους χουντικούς, τους οποίους εν τέλει κατέδωσα και έτσι με άφησαν επιτέλους ήσυχη. Κατά τη διάρκεια της παραμονής μου στην ΕΣΑ, δυο Εσατζήδες μου τραβούσαν τα χέρια σαν να επρόκειτο να με κρεμάσουν. Ήταν τέτοιο το μένος τους, που μέχρι σήμερα υποφέρω».

Ολοκληρώνοντας την αφήγηση με τα βιώματά της από την κράτησή της σημείωσε ότι «στην απέναντι πόρτα από τη δική μου, όπως ανοιγόκλεινε, είδα μια μέρα τον Ανδρουτσόπουλο φορώντας μόνο παντελόνι και γραβάτα και με το πρόσωπο πρησμένο και γεμάτο αίματα. Επίσης, σ’ ένα διπλανό κελί είχαν την Λαίδη Φλέμινγκ, η οποία δεν βασανίστηκε όπως εμείς, γιατί αν συνέβαινε κάτι τέτοιο θα έθετε σε κίνδυνο τις σχέσεις Ελλάδας-Αγγλίας, μιας και η Αγγλία είχε ήδη εκδηλώσει απειλή. Ο Θεοφιλογιαννάκος όμως της άνοιγε συρτάρια που περιείχαν νύχια και δόντια άλλων πολιτικών κρατουμένων για να την εκφοβίσει».

Τέλος, έκανε αναφορά στη δίκη, λέγοντας ότι «σε ένα μήνα από τη σύλληψή μας άρχισε η δίκη μας στο Στρατοδικείο. Πρώτα ανέκριναν την Φλέμινγκ. Όταν ήρθε η σειρά μου δεν απάντησα σε καμία ερώτησή τους. Ξεστόμισα όμως το παράπονό μου, ότι δηλαδή δεν με είχαν αφήσει καθόλου να δω τα παιδιά μου. Ήταν μια δίκη-παρωδία, αφού τα γνώριζαν όλα από την πρώτη στιγμή. Εγώ και ο Ανδρουτσόπουλος δικαστήκαμε σε φυλάκιση 14 μηνών, ενώ η Φλέμινγκ σε 16. Όσον για τον Σκέλτον, δεν εξέτισε την ποινή του και πολύ σύντομα επέστρεψε στην Αμερική. Παρέμεινα στον Κορυδαλλό 13 μήνες και 2 ημέρες. Δηλαδή, αποφυλακίστηκα 28 ημέρες νωρίτερα με αναστολή. Σε παρακείμενο κελί βρισκόταν και η Φλέμινγκ, η οποία αποφυλακίστηκε νωρίτερα με αναστολή επίσης. Αμέσως μετά την έστειλαν αεροπορικώς στην Αγγλία. Αυτό την τάραξε, την σκότωσε, γιατί δεν ήθελε με τίποτα να εγκαταλείψει την Ελλάδα. Κατά τη διάρκεια της παραμονής μου στον Κορυδαλλό, διεκδίκησα και πέτυχα καλύτερες συνθήκες διαβίωσης όχι μόνο για τον εαυτό μου, αλλά και για τις άλλες κρατούμενες. Η παραμονή μου στη φυλακή ήταν κολέγιο, σε σύγκριση με το διάστημα που βρισκόμουν στην ΕΑΤ-ΕΣΑ».

Ως κατακλείδα, ανέφερε ότι «με την αποφυλάκισή μου, το Σοσιαλιστικό κόμμα της Ιταλίας και αφού εξέδωσε νέο διαβατήριο, ανέλαβε το εισιτήριο της επιστροφής μου στην Αμερική. Πρώτος σταθμός ήταν η Ρώμη, όπου δυο μέλη της Οργάνωσης, η περίφημη Εύα και ο Ζαμπέλας, με περίμεναν εκεί για να τους δώσω συνέντευξη σχετικά με τα όσα είχα υποστεί. Με ακόμα ένα ενδιάμεσο σταθμό στη Γαλλία, επέστρεψα στη Μινεάπολη μαζί με τις αναμνήσεις μου. Δεν έχασα ποτέ την επαφή μου με την Φλέμινγκ, η οποία ύστερα από αλλεπάλληλες προσκλήσεις της, με φιλοξένησε στο σπίτι της στην Αγγλία. Όλα τα πανάκριβα δώρα που ο Φλέμινγκ είχε λάβει για την ανακάλυψη της πενικιλίνης, όπως μου είπε, τα πούλησε για να βοηθήσει τους πολιτικούς κρατουμένους καλύπτοντας έτσι το φαγητό και τους δικηγόρους τους».

Απαντώντας την ερώτηση «εάν αυτά συνέβαιναν σήμερα, θα της υπαγόρευαν να αλλάξει κάτι από την στάση της» υποστήριξε ότι θα έκανε «ακριβώς τα ίδια». Όσον για την Ελλάδα της μεταπολίτευσης, απαντώντας σε σχετική ερώτηση, διατύπωσε την άποψη ότι δεν έκανε τίποτα για να αναγνωρίσει ή να τιμήσει την πράξη της για την επιστροφή της Δημοκρατίας, «πράγμα, το οποίο όμως ούτε περίμενα, ούτε και με ενδιέφερε», όπως είπε, υπογραμμίζοντας χαρακτηριστικά «ήταν αποκλειστικά και μόνο θέμα συνειδήσεως και παρότι που δεν γνώριζα προσωπικά τον Αλέκο Παναγούλη από πριν. Η μία και μοναδική φορά που ήρθε σε επαφή μαζί μου, ήταν όταν ελεύθερος πλέον μου τηλεφώνησε στη Μινεάπολη για να με ευχαριστήσει θερμά».

Όσον για την σύντροφο της ζωής του, Οριάνα Φαλάτσι, την επισκέφθηκε στη Μινεάπολη θέλοντας να την ευχαριστήσει, ενώ παράλληλα της αφιέρωσε το βιβλίο της για τον Αλέκο Παναγούλη, με τη σύντομη, αλλά χαρακτηριστική αφιέρωση: «To a woman».

Σήμερα, η Αθηνά Ψυχογιού στα 85 της χρόνια παραμένει οξυδερκής, δραστήρια και αισιόδοξη. Μαζί με τον φιλέλληνα σύζυγό της Τζιμ Χέντερσον επισκέπτεται την Ελλάδα για λίγους μήνες, από καιρού εις καιρόν. Σπάνιο δείγμα θυσίας και πατριωτισμού, μετριοφροσύνης και ταπεινότητας τόνισε με έμφαση ότι «δεν έκανα τίποτα το σημαντικό. Ήταν θέμα συνείδησης και ιερού καθήκοντος απέναντι στην πατρίδα».

 

google news icon

Ακολουθήστε το ekriti.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις για την Κρήτη και όχι μόνο.

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ράδιο Κρήτη © | 2013 -2024 ekriti.gr Όροι Χρήσης | Ταυτότητα Designed by Cloudevo, developed by Pixelthis