Skip to main content
ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Πού να σε κρύψω γιόκα μου να μη σε φτάνουν οι κακοί – Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν

Image
ΠΑΝΑΓΙΑ ΧΡΙΣΤΟΣ
 clock 14:21 | 13/04/2023
writer icon newsroom ekriti.gr

Οι πόνοι της Παναγιάς, το συγκλονιστικό ποίημα του Κώστα Βάρναλη, απηχεί απόλυτα το κλίμα της Μεγάλης Εβδομάδας και τον τρόπο που το θρησκειολογικό ύφος αλλάζει και μας οδηγεί σταδιακά στην κορύφωση του Θείου δράματος.

Το θαυμάσιο ποίημα εκδόθηκε το 1927 και αναπαριστά τον πόνο και τις σκέψεις της Παναγίας, που συναισθάνεται πως το παιδί της θα σταυρωθεί με μαρτυρικό τρόπο και θα περάσει δεινά και κακουχίες στα χέρια των ανθρώπων. Η αγωνία της αποτυπώνεται στον σπαρακτικό στίχο “Που να σε κρύψω, γιόκα μου” και μελοποιήθηκε από τον Λουκά Θάνο, για να το πρωτοτραγουδησει με τη λυρική του φωνή ο Νίκος Ξυλούρης μετέπειτα ο Γιάννης Χαρούλης..

Από τους πλέον εμβληματικούς στίχους του Βάρναλη το “Θεριά οι ανθρώποι δεν μπορούν το Φως να το σηκώσουν” που υπάρχει στο ποίημα, το οποίο συμπεριελήφθη στην συλλογή “Σκλάβοι Πολιορκημένοι”.

Μια λιόλουστη μέρα του χειμώνα η Παναγιά, στενεμένη από τους πόνους, αφήνει το σπιτικό της και βγαίνει στον κάμπο τρεκλίζοντας κι αγκομαχώντας.
Κάθεται χάμου στο πράσινο χορτάρι, που το φωτίζουνε δω κι εκεί άγριες βιολέτες, κυκλάμινα, κρόκοι· και σφίγγοντας την κοιλιά της με τα δυο της χέρια κλαίει και δέρνεται, κουνώντας τ’ άμαθο κορμί της δεξιά κι αριστερά, όπως οι μοιρολογίστρες της Ανατολής.

Σπιτάκι μου στανάχωρο, και κάμαρά μου  χαμηλή!
Πόνοι μού σφάζουν το κορμί, μα την ψυχή μου πιο πολλοί.
Πήρα το δρόμο το δρομί στον κάμπο να καθίσω.
Αντρούλη μου, σα δε με βρεις με την καρδιά σου την καλή,
ο πόνος, που με κυνηγά, θενά με φέρει πίσω.

Ω χώμα, που τραγουδιστά σε πίνει ο πέφκος ο βαθύς,
όσο που μπάρσαμο πικρό στα φύλλα του να σουρωθείς,
μέσα σου χώνομαι κι εγώ, τα σπλάχνα γλύκανέ μου.
Αχ, χάηδεψέ μου τα μαλλιά της κεφαλής μου της ξανθής,
πάρε τη σκέψη μου πολύ μακριά, πνοή του ανέμου!

Σαν καρδερίνα του Μαρτιού με τα φτερά τ’ αστραφτερά,
που σε βαθιά τριανταφυλλιά, πλάι σε τρεχάμενα νερά,
μ’ άχερα, λάσπη και μαλλί ζεστή φωλιά κρεμάει,
την κούνια σου, παιδάκι μου, με ξύλα φκιάνω εβωδερά
και βάνω προσκεφάλι σου τον ήλιο του Ανθομάη.

Ονείρατα, που γαλανά στο μισοξύπνι τ’ αυγινό
από τα μάτια τα γλαρά σαν τον αφρό, σαν τον αχνό
περνάτε μια και χάνεστε, σκήμα χωρίς και θώρι,
ελάτε κι άλλη μια φορά, πείτε μου να μην το ξεχνώ,
πως το παιδί, που καρτερώ, το πρώτο, θα ν’ αγόρι.

(Εδώ η Παναγιά μιλά για το όραμα του Αγγέλου).

Κάνε ψαρά, πεζόβολο στ’ ακροθαλάσσι να πετάς·
κάνε σε κάδο τρυγητή γλυκά σταφύλια να πατάς·
κάνε γκαμήλες να ποτίζεις σ’ έρημο πηγάδι·
καν’ αναγνώστη στο Ναό να ψέλνεις και να θυμιατάς —
πού σ’ είδα, γνώριμη αστραψιά στου νου μου το σκοτάδι;

Είσουν ωραίος σαν άγγελος με δυο φτερούγες ανοιχτές,
η μια βυθούσε στ’ αύριο, η άλλη χανότανε στο χτες·
κάτι στο χέρι κράταγες, γιά φλάμπουρο γιά κρίνο
—χορός, που ζεστοκόπησε τις φλέβες μου τις τιναχτές!—
ό,τι ποθώ με πότισες κι ως αγιασμό το πίνω.

Μα γιατί μου ’δειξες, καλέ, δόξα πολλή για το παιδί;
Αχ, η καρδιά μου δε βαστά, το μέγα ψήλος ναν το δει!
Δεν τον αφήνω η Μάνα του μιαν πιθαμή να φύγει!
Μη μεγαλώσει μου ποτές κι όλα τα χρόνια, αβγή – βραδύ,
πάντα μωρό να σφίγγεται στου κόρφου μου τα ρίγη.
…………………………………………………………………..

Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Σε ποιό νησί του Ωκεανού, σε ποιάν κορφή ερημική;
Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ’ άδικο φωνάξεις.
Ξέρω, πως θα ’χεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή,
που μες στα βρόχια της οργής ταχιά θενα σπαράξεις.

Συ θα ’χεις μάτια γαλανά, θα χεις κορμάκι τρυφερό,
θα σε φυλάω από ματιά κακή κι από κακόν καιρό,
από το πρώτο ξάφνιασμα της ξυπνημένης νιότης.
Δεν είσαι συ για μάχητες, δεν είσαι συ για το σταβρό.
Εσύ νοικοκερόπουλο, όχι σκλάβος ή προδότης.

Τη νύχτα θα σηκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ,
να σκύβω την ανάσα σου ν’ ακώ, πουλάκι μου ζεστό,
να σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι
κι ύστερ’ απ’ το παράθυρο με καρδιοχτύπι θα κοιτώ
που θα πηγαίνεις στο σκολειό με πλάκα και κοντύλι…

Κι αν κάποτε τα φρένα σου το Δίκιο, φως της αστραπής,
κι η Αλήθεια σού χτυπήσουνε, παιδάκι μου, να μην τα πεις.
Θεριά οι ανθρώποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν.
Δεν είναι αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.
Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν.

Ώχου, μου μπήγεις στην καρδιά, χίλια μαχαίρια και σπαθιά.
Στη γλώσσα μου ξεραίνεται το σάλιο, σαν πικρή αψιθιά!
—Ω! πώς βελάζεις ήσυχα, κοπάδι εσύ βουνίσιο…—
Βοηθάτε, ουράνιες δύναμες, κι ανοίχτε μου την πιο βαθιά
την άβυσσο, μακριά απ’ τους λύκους να κρυφογεννήσω!

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Η Μαγδαληνή στο έργο του Βάρναλη και του Καζαντζάκη - Άρθρο της Γεωργίας Καρβουνάκη

google news icon

Ακολουθήστε το ekriti.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις για την Κρήτη και όχι μόνο.

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ράδιο Κρήτη © | 2013 -2024 ekriti.gr Όροι Χρήσης | Ταυτότητα Designed by Cloudevo, developed by Pixelthis