Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος (Ιθάκη 1788—Αθήνα, 5 Ιουνίου 1825) (γεννημένος ως Οδυσσέας Βερούσης ή κατά άλλους Οδυσσέας Μουτσανάς) ήταν επιφανής αγωνιστής οπλαρχηγός της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Πολέμησε μέχρι το 1820 για λογαριασμό του Αλή Πασά και στη συνέχεια αγωνίστηκε για την επανάσταση.
Στην αυλή του Αλή Πασά Τεπελενλή
Το έτος 1806 ο Αλή Πασάς Τεπελενλής, ενθυμούμενος την προσωπική φιλία που είχε ο ίδιος με τον εκλιπόντα πατέρα του Οδυσσέα Ανδρούτσου, τον αναζήτησε και τον πήρε στην αυλή του στα Ιωάννινα, ή κατά δεύτερη εκδοχή τον πήγε εκεί με αίτημα η μητέρα του. Εκεί ο Οδυσσέας Ανδρούτσος φοίτησε στη στρατιωτική σχολή του Αλή Πασά και είχε έναν ταραχώδη βίο, όμως σχεδόν πάντα ο Αλή Πασάς του συγχωρούσε κάθε παράπτωμα.
Δεκαπενταετής κατατάχτηκε από τον Αλή Πασά στην προσωπική σωματοφυλακή του και σύντομα κατάφερε να γίνει αρχηγός της προσωπικής φρουράς του. Επίσης φαίνεται ότι προσήλθε, (άγνωστο εάν ήταν επιφανειακά ή συνειδητά) στην αλεβιτική θρησκεία των Μπεκτασήδων, στην οποία ανήκε και ο προστάτης του.
Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και το 1819 διορίστηκε δερβέναγας στην ανατολική Στερεά. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος πήρε μέρος στις μάχες του Βερατίου, Αργυροκάστρου και Γαρδικίου, και ο Αλή Πασάς του έδωσε την οπλαρχηγία της Λειβαδιάς. Το 1820 όταν και επήλθε η ρήξη του Αλή Πασά με την Πύλη, εγκατέλειψε την Λιβαδειά, αφού πρώτα μύησε τον Αθανάσιο Διάκο στην Φιλική εταιρεία και του εμπιστεύθηκε την εξουσία της οπλαρχηγίας του αφήνοντάς τον ως πρωτοπαλίκαρο.
Ο ίδιος κατέφυγε στην Αράχωβα όπου προσπάθησε μαζί με άλλους επιφανείς Έλληνες, που όλοι είχαν μεταξύ τους κοινό τη θητεία τους στην αυλή του Αλή, να δημιουργήσει μια ελληνοαλβανική συμμαχία πάντα σύμφωνα με τα σχέδια της Φιλικής Εταιρείας. Το εγχείρημα αυτό όμως απέτυχε καθώς ο Ομέρ Βρυώνης αρνήθηκε να συμμετάσχει. Μετά από αυτή την εξέλιξη ο Ανδρούτσος κατέφυγε δια μέσου της Ακαρνανίας στα Επτάνησα, στη Λευκάδα. Εκεί συναντήθηκε στις αρχές του 1821 με τους Καραϊσκάκη, Γεώργιο Βαρνακιώτη, Ζόγγα, Μακρή, Κυριακούλη Μαυρομιχάλη και άλλους οπλαρχηγούς της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδας. Στη σύσκεψη που έγινε στην αγγλοκρατούμενη Αγία Λαύρα στα τέλη του Ιανουαρίου του έτους αυτού, συμμετείχε και ο Ανδρούτσος. Το θέμα της ήταν οι προετοιμασίες που έπρεπε να γίνουν για να ξεσηκωθεί η Στερεά Ελλάδα.
Αποφασίστηκε η ανάθεση της εξέγερσης της Ανατολικής Στερεάς στον Ανδρούτσο και στον Πανουργιά. Οι αποφάσεις της σύσκεψης μπήκαν αμέσως σε εφαρμογή: ο Ανδρούτσος επιτέθηκε με ομάδα ανδρών του στη γέφυρα της Τατάρνας (αρχές γ΄ δεκαημέρου του Μαρτίου), μαζί με τον ηγούμενο της εκεί μονής Κυπριανό, σε 60 Τούρκους, οι οποίοι με αρχηγό τον Δερβέναγα Χασάν Μπέη Γκέκα, συνόδευαν μεγάλη χρηματαποστολή. Μετά την επιτυχή επιχείρηση έφυγαν αφήνοντας άθικτα τα χρήματα για να φανεί έτσι πως η επίθεση ήταν καθαρά επαναστατική πράξη.
Χαρακτηριστική για την έναρξη της επαναστάσεως στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα είναι η επιστολή που στις 22 Μαρτίου έστειλε ο Ανδρούτσος στους Γαλαξειδιώτες: Εγώ είμαι στο ποδάρι με τα παλληκάρια μου, τους γράφει και τους προτρέπει να πάρουν και εκείνοι αμέσως τα άρματα.
Στον απελευθερωτικό αγώνα του 1821
Λίγο πριν τον τραγικό θάνατο του Αλή Πασά Τεπελενλή το 1822, και σε συνεννόηση με αυτόν, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος με ένα ασκέρι χιλίων πεντακοσίων ανδρών, ανεξαρτητοποιήθηκε και άρχισε ένα τρίχρονο αγώνα εναντίον των Οθωμανών.
Το αποκορύφωμα των μαχών του Ανδρούτσου ήταν η ηρωική Μάχη στο Χάνι της Γραβιάς (8 Μαΐου 1821). Με λίγους Έλληνες οχυρώθηκε μέσα στο χάνι αντιμετώπισε επιτυχώς πολλαπλάσιο στράτευμα από Οθωμανούς υπό τον Ομέρ Βρυώνη. Ύστερα από την απόκρουση των Τούρκων ο Βρυώνης έδωσε διαταγή να φέρουν κανόνια με σκοπό να γκρεμίσει το χάνι, αλλά ο Ανδρούτσος και οι συναγωνιστές του κατάφεραν να αποδράσουν μέσα στη νύχτα με ελάχιστες απώλειες. Τότε γράφτηκε και το γνωστό δημοτικό τραγούδι «Τ’ Αντρούτσου η μάνα χαίρεται, του Διάκου καμαρώνει. Γιατί έχουν γιους αρματολούς, και γιους καπεταναίους. Ανδρούτσος φυλάει τη Γραβιά, Διάκος την Αλαμάνα». Στη μάχη αυτή, η στρατηγική ιδιοφυΐα του Ανδρούτσου θριάμβευσε. Έτσι δικαιωματικά κατέλαβε τη θέση του αρχηγού των όπλων της Βοιωτίας, και ουσιαστικά αυτός επηρέασε την τύχη της επαναστάσεως στην ανατολική Στερεά , κατά τα επόμενα έτη.
Την άνοιξη του 1822 κατηγορήθηκε από τον Ιωάννη Κωλέττη για συνεργασία με τον εχθρό, με αποτέλεσμα να παραιτηθεί από το αξίωμα. Στις 27 Αυγούστου 1822 η γερουσία του Αρείου Πάγου του αναθέτει τη Διοίκηση της Αθήνας και εισέρχεται θριαμβευτής Φρούραρχος στην Ακρόπολη, συνοδευόμενος από τον Ιωάννη Μακρυγιάννη, τον Ιωάννη Γκούρα, τον Ιωάννη Μαμούρη, τον Κατσικογιάννη και τριακόσιους ένοπλους επαναστάτες. Η υποδοχή του λαού των Αθηνών ήταν αποθεωτική.
Στην Αθήνα ο Οδυσσέας Ανδρούτσος γνώρισε πολλούς ξένους Φιλέλληνες οι οποίοι αναφέρονται ευνοϊκά στα απομνημονεύματά τους σε αυτόν. Ο Βρετανός Εδουάρδος Ιωάννης Τρελώνυ (Edward John Trelawny, 1792-1881) φίλος του Λόρδου Βύρωνα ήρθε μαζί του στην Ελλάδα. Το Νοέμβριο του 1823 γνώρισε τον Οδυσσέα Ανδρούτσο και γοητεύτηκε από την προσωπικότητά του. Παντρεύτηκε την 13ετή ετεροθαλή αδελφή του Οδυσσέα, Ταρσίτσα Καμένου. Τον ακολούθησε παντού και του έμεινε πιστός έως το τέλος. Ο Ανδρούτσος συνέχισε απτόητος την πολεμική του δράση εναντίον των Τούρκων μέχρι το 1824.
Το τέλος του Οδυσσέα Ανδρούτσου
Ο Ανδρούτσος εν τέλει κατηγορήθηκε αδίκως για συνδιαλλαγή με τους Τούρκους, καταδιώχθηκε και συνεθλίβη κατά τις εμφύλιες διαμάχες που ακολούθησαν. Ο Ιωάννης Κωλέττης, ισχυρός πολιτικός άνδρας της Επανάστασης, ήταν προσωπικός εχθρός του, όπως και άλλων οπλαρχηγών, τους οποίους προσπαθούσε να ταπεινώσει. Επιπρόσθετα ο Ανδρούτσος είχε προκαλέσει την οργή των τοπικών κοτζαμπάσηδων, οι οποίοι τον μισούσαν γιατί ήταν λαοπρόβλητος ηγέτης και είχε επιχειρήσει επανειλημμένα να περιορίσει τη δύναμή τους.
Η δημοκρατικότητα του Οδυσσέα, η οποία είχε γίνει γνωστή και πέρα από τον ελληνικό χώρο και έβλαπτε την δική τους ολιγαρχία, τους είχε εξοργίσει. Τελικά το μίσος των Φαναριωτών και των κοτζαμπάσηδων οδήγησε στην δολοφονία ενός από τους μεγαλύτερους αγωνιστές της Επανάστασης. Στις 5 Ιουνίου 1825, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, φυλακισμένος από ψευδείς κατηγορίες στην Ακρόπολη, βασανίστηκε και σκοτώθηκε από τους Μήτρο Τριανταφυλλίνα, Ιωάννη Μαμούρη και Παπακώστα με την έγκριση του πρώην πρωτοπαλήκαρου του, Ιωάννη Γκούρα.
Οι πολιτικοί του αντίπαλοι δεν τον προσήγαγαν καν σε δίκη, επειδή φοβήθηκαν ότι ο Ανδρούτσος θα καταδείκνυε την αδικία τους σε βάρος του και θα προκαλούσε γενική κατακραυγή εναντίον τους.
Η μνήμη του ως ήρωα της εθνεγερσίας αποκαταστάθηκε από το Ελληνικό κράτος μόλις το 1872.