Skip to main content
ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Η γιορτή των Κωνσταντίνου και Ελένης- Η δράση και η προσφορά τους στην Ορθοδοξία

Image
capture.jpg
 clock 08:45 | 21/05/2018
writer icon newsroom ekriti.gr

Mια από τις σημαντικότερες γιορτές είναι αυτή των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Είναι η μέρα που γιορτάζουμε την προσφορά των δύο αγίων στο Χριστιανισμό και στην Ορθοδοξία ειδικότερα.

Ο Μέγας Κωνσταντίνος

Πρόκειται για τον Ρωμαίο Αυτοκράτορα, επί των ημερών του οποίου κατοχυρώθηκε η ανεξιθρησκεία και προωθήθηκε η χριστιανική πίστη η οποία μέχρι τότε ήταν υπό διωγμό. Την εποχή που ο πατέρας του Κωνστάντιος υπηρετούσε στα Ανάκτορα, ο Κωνσταντίνος βρισκόταν στην αυλή του αυτοκράτορα Διοκλητιανού στη Νικομήδεια, κατέχοντας το αξίωμα του Χιλίαρχου. Όταν όμως οι δύο Αύγουστοι, Διοκλητιανός και Μαξιμιανός παραιτούνται από τα αξιώματά τους, στο αξίωμα του Αυγούστου προάγονται ο Κωνστάντιος για τη Δύση και ο Γαλέριος για την Ανατολή. Όταν πεθαίνει ο Κωνστάντιος (306) ο στρατός της δύσης αναγνώρισε ως Αύγουστο τον Κωνσταντίνο.

Ο Κωνσταντίνος, λοιπόν, ανακηρύχθηκε σε Αύγουστο κατόπιν της νίκης του εναντίον του Μαξεντίου. Ο ιστορικός Ευσέβιος, αναφέρει ότι ο Κωνσταντίνος δεν γνώριζε καλά-καλά σε ποιόν ακριβώς Θεό να προσευχηθεί για να αντιμετωπίσει τον Μαξέντιο. Όταν, όμως, άρχισε να αναπέμπει παρακλήσεις, μετά το μεσημέρι φάνηκε στον ουρανό ένα σημείο, ο Σταυρός με την περίφημη επιγραφή «εν τούτῳ νίκα». Έτσι, έχοντας τη βεβαιότητα της θείας συμπαράστασης επιτίθεται εναντίον του Μαξεντίου, τον οποίο και κατατροπώνει.

Μετά τα γεγονότα αυτά και αφού πλέον είναι ο μόνος άρχων της Αυτοκρατορίας, ο Κωνσταντίνος θα πάρει μια απόφαση που έμελλε να αλλάξει την πορεία της ανθρωπότητας: μεταφέρει την πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας από τη Ρώμη σε ένα ψαροχώρι του Βοσπόρου και πάνω στο παλαιό Βυζάντιο οικοδομεί την Κωνσταντινούπολη. Αξιοσημείωτο γεγονός, μεταξύ άλλων, είναι η υπογραφή του διατάγματος των Μεδιολάνων το 313, το οποίο προέβλεπε να σταματήσουν οι διωγμοί και να αποφυλακισθούν οι πιστοί. Το διάταγμα υπογράφηκε με την ευκαιρία του γάμου του Λικινίου με την αδελφή του Κωνσταντία.
 

11209418_780589618721647_3420257747529734835_n.jpg

11209418_780589618721647_3420257747529734835_n.jpg, by andreas

Με την επικράτηση του Χριστιανισμού ξεκινούν και οι πρώτες έριδες στο σώμα της Εκκλησίας. Η πρώτη βόμβα που θα ταράξει τα θεμέλιά της είναιο Άρειος ο οποίος θα υποστηρίξει τη μια και μόνη φύση του Ιησού Χριστού. Ο Κωνσταντίνος αντιλαμβανόμενος το πρόβλημα που προκαλούσαν οι αιρέσεις στη συνοχή της Αυτοκρατορίας συγκαλεί την Α’ Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαι της Βιθυνίας το 325, η οποία και αποφάνθηκε ότι ο Άρειος διδάσκει αιρετικές απόψεις.

Μετά το πέρας των εργασιών της Συνόδου ο ίδιος ο Κωνσταντίνος ανέλαβε την γνωστοποίηση των σχετικών αποφάσεων προς όλη την επικράτεια της Αυτοκρατορίας. Ο Άρειος, όμως, και οι ομόφρονές του παραπλάνησαν τον Κωνσταντίνο ασκώντας την φιλολογική και φιλοσοφική τους τέχνη έπεισαν τον Κωνσταντίνο ότι η διδασκαλία τους δεν αφίσταται από το δόγμα της Οικουμενικής Συνόδου.

Αποτέλεσμα της επέμβασης αυτής του Αρείου ήταν η σύγκληση νέας συνόδου το 327 μ.Χ., η οποία ανακάλεσε τον Άρειο από την εξορία και αποκατέστησε τους ομοφρόνους του Επισκόπους Νικομηδείας Ευσέβιο και Νικαίας Θεόγνιο. Η ενέργεια αυτή προκάλεσε αντιδράσεις από πλευράς Ορθοδόξων, γι’αυτό, τόσο ο Αλεξανδρείας Αλέξανδρος, όσο και ο Μέγας Αθανάσιος δεν συμβιβάστηκαν με τις αποφάσεις της Συνόδου, παρόλο που ο Αυτοκράτορας απειλούσε με καθαίρεση. Ακολούθως, νέα Σύνοδος αιρετικών Επισκόπων, που συνήλθε στην Αντιόχεια το 330, καθαίρεσε και εξόρισε τον ο Άγιο Ευστάθιο, Επίσκοπο Αντιοχείας και στη συνέχεια, το 335, άλλη Σύνοδος, που έγινε στην Τύρο της Συρίας, επέβαλε την ποινή της καθαιρέσεως στον Μέγα Αθανάσιο, ο οποίος, ως εκ τούτου ζήτησε από τον Κωνσταντίνο να τον ακούσει, αλλά ο Αυτοκράτορας, στην αρχή, δεν αποδέχτηκε την πρόταση του Αθανασίου, παρά μόνο όταν ο μεγάλος αυτός θεολόγος είπε σε αυτόν: «Δικάσει Κύριος ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ σοῦ».

Μετά την ακρόαση, και αφού ο Κωνσταντίνος κάλεσε όλους αυτούς που συμμετείχαν στη Σύνοδο της Τύρου, ο Ευσέβιος Νικομηδείας παρουσιάστηκε, με άλλο επιχείρημα ενώπιον του Αυτοκράτορα, αυτή τη φορά, θέτοντας το θέμα της δήθεν παρεμπόδισης της μεταφοράς σιταριού. Ο Αυτοκράτορας εξόρισε, τελικά, τον Μέγα Αθανάσιο στα Τρέβιρα της Γαλλίας, όμως δεν επικύρωσε την απόφαση της Συνόδου εκείνης και παράλληλα δεν προχώρησε σε αναπλήρωση της επισκοπικής έδρας της Αλεξάνδρειας. Το ζήτημα του Αρείου έλυσε την περίοδο εκείνη η Πρόνοια του Θεού, αφού την παραμονή της πανυγηρικής αναγνώρισης του Αρείου, αυτός απέθανε με φρικτό τρόπο ενώ βρισκόταν στο αποχωρητήριο.

Παρά το γεγονός ότι ο ίδιος σε όλη του τη ζωή λάτρευε τον θεό Ήλιο, λίγο πριν πεθάνει αποφάσισε να βαπτισθεί χριστιανός. Κατά το μυστήριο είπε και την περίφημη φράση: «Νυν αληθεί λόγω μακάριον οιδ’ εμαυτόν, νυν της αθανάτου ζωής πεφάναι άξιον, νυν του θείου μετειληφέναι φωτός πεπίστευκα». Από τότε και μέχρι την ημέρα της κοιμήσεώς του το 337 σε προάστιο της Νικομήδειας δεν ενδύθηκε βασιλικό μανδύα. Ή κοίμησή του σημειώθηκε εννέα χρόνια μετά την κοίμηση της μητέρας του σε ηλικία 63 ετών και έγινε την ημέρα της εορτής της Πεντηκοστής, όπως αναφέρει ο ιστορικός Ευσέβιος.

Γιατί είναι Άγιος ο Μέγας Κωνσταντίνος

Αξίζει να δούμε το λόγο για τον οποίο έγινε άγιος ο Μέγας Κωνσταντίνος. Για τον ίδιο λόγο που είναι Άγιος ο Ληστής. Για τον ίδιο λόγο που είναι Αγία η Οσία Μαρία Μαγδαληνή. Η Εκκλησία δεν τιμά τα ηθικά του κατορθώματα, αλλά τιμά το γεγονός ότι τον επιλέγει ο Θεός για να τον κάνει σκεύος εκλογής και εκφραστή τής χάριτός του.

Η πραγματικά ξεχωριστή ενέργεια τού Μεγάλου Κωνσταντίνου, η οποία τον κατέτασσε στο χώρο των Αγίων ήταν ότι κατέβηκε από τη θέση τού Αυτοκράτορα τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η οποία τού παρείχε θεϊκές τιμές και κατέστησε τον εαυτό του ταπεινό δούλο και θεράποντα τού Παμβασιλέως Χριστού.

Υπάρχουν ενστάσεις για την αγιότητα τού Μ. Κωνσταντίνου, που η Εκκλησία θεοφωτίστως του έδωσε τον τίτλο και τού Ισαποστόλου. Ο Κωνσταντίνος θρήνησε πικρά για τα λάθη του, όπως έκαναν και όλοι οι Άγιοι για τις αμαρτίες τους, πριν φθάσουν στην αγιότητα. Διότι και οι Άγιοι προέρχονται εξ ανθρώπων και όχι εξ αγγέλων.
 

agioi.jpg

agioi.jpg, by andreas

Μελετώντας όλες τις αρχαίες και τις νεότερες πηγές, υπογραμμίζεται η τιμή τού Μεγάλου Κωνσταντίνου προς τους μάρτυρες. Απεδέχετο πληρέστατα την περί μαρτυρείν και μαρτύρων Θεολογία τής Εκκλησίας και τού απλού λαού τού Θεού.

Μάλιστα γονυπετής προσευχόταν μπροστά στους μάρτυρες, κατεσκεύασε δε «μαρτύριον» (τόπον συναγωγής λειψάνων) για να ταφεί μεταξύ των μαρτύρων. Ένα άλλο χαρακτηριστικό είναι ότι εξέφρασε την επιθυμία να βαπτισθεί στον Ιορδάνη διότι έμαθε ότι ο Ιορδάνης έχει αγιαστικά ύδατα λόγω τής εκεί Βαπτίσεως τού Ιησού Χριστού.

Ο Κωνσταντίνος εφήρμοζε την πρακτική των Χριστιανών τής εποχής του. Πού κοινωνούσαν στην Αθήνα ο Βασίλειος και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος; Εκκλησιάζονταν στο εκκλησάκι στο Λυκαβηττό, τους Αγίους Ισιδώρους, αλλά βαπτίστηκαν γύρω στα τριάντα δύο τους χρόνια, όταν αισθάνθηκαν ότι προχωρούν στην κάθαρση τής καρδιάς. Ποιος ήταν ο πνευματικός τού Κωνσταντίνου.

Δεν ήταν ο Ευσέβιος Νικομηδείας. Ήταν φίλοι και γι’ αυτό το λόγο ζήτησε στις τελευταίες στιγμές από τον επίσκοπο Νικομηδείας να βαπτιστεί. Ο Μέγας Κωνσταντίνος είχε πνευματικό σύμβουλο μια μεγάλη ασκητική μορφή τής εποχής, τον Όσιο Κορδούη, μεγάλο άγιο τής  Εκκλησίας τής Κόρδοβας τής Ισπανίας.

Με τη στοχαστική φράση «καν μυριάκις σοφός ει, χρείαν έχεις συμβούλου» ο σπουδαίος ιεράρχης τής Εκκλησίας μας, ο Μέγας Βασίλειος, επιβεβαιώνει τη φυσική αδυναμία τού ανθρώπου να πορευθεί με τις δικές του δυνάμεις μόνο στο δρόμο τής πνευματικής του ανύψωσης.

Ο συμβουλευτικός δεσμός αποτελεί κυρίαρχο γνώρισμα στο σύνολο τής Ορθόδοξης πνευματικότητας. Απόηχος αυτών υπήρξε και η γνωριμία τού Κωνσταντίνου με τον Επίσκοπο Κορδούης, Όσιο, η οποία έλαβε χώρα την περίοδο που ο Μέγας Κωνσταντίνος διοικούσε τη δυτική πτέρυγα τής Αυτοκρατορίας στην οποία υπαγόταν και η Κορδούη τής Ισπανίας και σίγουρα μετά τη θεοσημία, τη γνωστή ως «εν τούτω νίκα».

Ο Επίσκοπος Κορδούης, Όσιος, χαρακτηρίζεται από αξιόλογη θεολογική συγκρότηση, σοβαρότητα και σεμνότητα τού χαρακτήρα του, το υψηλό αίσθημα ευθύνης τής αποστολής του και την αποποίηση τής προσωπικής του προβολής. Όλα αυτά τον κατέστησαν σύντομα «πίστει και βίω επίσημον» σε ολόκληρη την επικράτεια.

Ο Μ. Αθανάσιος τον αποκαλεί πατέρα των Συνοδικών και Μέγα Όσιο, ενώ ο Ευσέβιος Καισαρείας τον αποκαλεί πάνυ βοώμενο, δηλαδή πολυσυζητημένο, πασίγνωστο.

Από τους μεταγενέστερους συγγραφείς ο Άγ. Νικόδημος γράφει ότι «έλαμπεν εις την άσκησιν και αρετήν, ενώ ο Μητροπολίτης Μελέτιος εκτιμά ότι εστάθη ομολογητής του Χριστού διαβεβοημένος, φέρων εν εαυτώ τα εντυπωθέντα διά το όνομα αυτού στίγματα, εις τον υπό του Διοκλητιανού κατά των Χριστιανών διωγμόν».

Αντίστοιχα ο Σωκράτης και ο Γελάσιος ο Κυζικηνός, τον χαρακτηρίζουν άξιο εμπιστοσύνης, τον οποίο ο Αυτοκράτορας αγαπούσε πολύ και έτρεφε την ύψιστη εκτίμηση για αυτόν.

Ο Όσιος διαδραμάτισε πολύ ενεργητικό ρόλο στο πλευρό τού Αυτοκράτορα, τόσο κατά την προσυνοδική περίοδο, όσο και κατά τη διάρκεια των εργασιών τής Οικουμενικής Συνόδου στη Νίκαια.

Πηγές αναφέρουν ότι μετά το πέρας τής Συνόδου έπαυσε να υφίσταται η συμβουλευτική παρουσία του στο πλευρό τού Κωνσταντίνου, κάτι που αποτέλεσε σοβαρό πλήγμα για τον Αυτοκράτορα.

Η έλλειψη τής πνευματικής καθοδήγησης οδήγησε τον Κωνσταντίνο σε δογματικές παλινδρομήσεις μετά την Οικουμενική Σύνοδο, ενώ είχε ως αποτέλεσμα να υποκύψει στη δόλια συμπεριφορά τού Άρειου, ενώ θα κατόρθωνε να αναχαιτίσει τη βουλιμία τού Ευσέβιου Νικομήδειας, θύματα τής οποίας υπήρξαν επιφανείς Πατέρες τής Εκκλησίας μας.

Ο Όσιος, πιθανόν, χάρις στη σεμνότητα και την ταπεινότητά του δεν επιθυμούσε πλέον την παραμονή του μέσα στο αυτοκρατορικό περιβάλλον. Πεπεισμένος ότι η αποστολή του δίπλα στον Κωνσταντίνο περαιώθηκε με τη λήξη των εργασιών τής Συνόδου ο Όσιος αναχώρησε για την Κορδούη, όπου ήταν ο τόπος τής ποιμαντικής του διακονίας.

Εμφανίζεται ξανά το 342 στη Σύνοδο τής Σαρδικής, μετά το θάνατο τού Κωνσταντίνου, σε μια περίοδο που η δογματική διαμάχη κορυφώνεται. Παρά το γήρας και τα προβλήματα υγείας που είχε, έφτασε στη Σαρδική για να δώσει τον προσωπικό του αγώνα κατά των Αρειανών.

Στη Σύνοδο συμμετείχε ως Έξαρχος. Ωστόσο ο μεγάλος αριθμός των Αρειανών που συμμετείχαν, είχε ως αποτέλεσμα να καθαιρεθεί ο Όσιος και να εξορισθεί. Λίγα χρόνια αργότερα πέθανε εξόριστος. Η Εκκλησία μας τον έχει κατατάξει στους Αγίους της και τιμά τη μνήμη του στις 27 Αυγούστου.

Ο Κωνσταντίνος οφείλει πολλά στην πνευματική του καθοδήγηση. Κατέστη κήρυκας τής αλήθειας σε όλους και έλαβε πρόνοια για τα κοινωφελή και τα χρήσιμα. Επάξια υπήρξε ο προασπιστής και φύλακας τού Θεού, έφερε εναργείς επικουρίες στους πολέμους, φθορές κατά των εχθρών και των επίβουλων, δεξιώσεις σε κινδύνους, ευπορίες για τους απόρους, αντιλήψεις στις ερημιές, ευρέσεις σε αμήχανες καταστάσεις, προγνώσεις για τα μέλλοντα, τις προμήθειες για τα πάντα, τις σκέψεις περί των αδήλων, τις επιχειρήσεις μεγάλων εγχειρημάτων, τις πολιτικές οικονομίες, τις διοικήσεις των στρατοπέδων, τις διορθώσεις καθ’ έκαστον, τις διατάξεις περί των κοινών, τις βιωφελείς νομοθεσίες.

Αυτά αποτελούν λαμπρά τεκμήρια τής χρήσης τής σωτήριας δύναμης, καθώς ανέδειξε τον ευκτήριο οίκο τρόπαιο τής νίκης κατά τού θανάτου για όλους τους ανθρώπους, τον άγιο ναό τού Θεού, λαμπρά και μεγάλα περικαλλή αφιερώματα τής αθάνατης ζωής και τής ένθεης βασιλείας και τα πρέποντα αναθήματα στον παμβασιλέα Σωτήρα για τη νίκη του.

Και προκήρυξε τον ουράνιο λόγο τού Θεού και την ευσεβή και φιλόθεη ομολογία με λαμπρές και ασκίαστες φωνές, με έργα και λόγια, νικητής και τροπαιούχος.

Κοσμοϊστορικός υπήρξε ο αγώνας τού όντως Μεγάλου Κωνσταντίνου, διότι άλλαξε τη ροή τής ιστορίας και ανέτρεψε το βαθιά ριζωμένο και καλά οργανωμένο κόσμο τής ειδωλολατρίας.

Σταμάτησε τους διωγμούς κατά των Χριστιανών και στήριξε πολυτρόπως την παρουσία και τη λειτουργία τής Εκκλησίας στους πολυτάραχους εκείνους καιρούς.

Ο Ισαπόστολος Άγιος Κωνσταντίνος, ως νέος Απόστολος Παύλος έγινε ο Γενάρχης τής Ρωμηοσύνης, που συνένωσε την ανώτατη ανθρώπινη κορύφωση, που είχε επιτύχει ο Ελληνισμός, με τη Σταυρική Θυσία τού Θεανθρώπου Ιησού Χριστού, ο οποίος ήλθε στον κόσμο «σῶσαι τὸ ἀπολωλὸς» γένος των ανθρώπων από την αμαρτία και το θάνατο.

Η αποστολή, η όλη πορεία και ο αγώνας τού Μεγάλου Κωνσταντίνου είναι ασφαλώς θεοστήρικτη και αποτελεί μια νέα μεγάλη ευλογία τού Θεού προς τους ανθρώπους, που κινδύνευσαν και πάλι, να χάσουν από πλάνη και άγνοια τη Σταυρική Προσφορά τού Κυρίου και να εκτραπούν σε δρόμους απώλειας. Για αυτό η Εκκλησία τον ονόμασε Άγιο και Ισαπόστολο.

Η δε Ιστορία τον χαρακτήρισε Μέγα, διότι πραγματικά υπήρξε μέγας και συγκαταλέγεται μεταξύ των δύο – τριών αληθινά μεγάλων ηγετών, οι οποίοι άλλαξαν την πορεία τού κόσμου, όπως π.χ. ο Μέγας Αλέξανδρος.

Μέγας λοιπόν και κατά Θεόν και κατά κόσμον, έζησε μια πολυτάραχη και δύσκολη ζωή, η οποία παράλληλα με τη ζωή τής Αγίας Μητέρας του Ελένης και επίσης Ισαποστόλου, ήταν θεοσκεπής.

Η Αγία Ελένη

Η Αγία Ελένη ήταν η μητέρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Γεννήθηκε στο Δρέπανο της Βιθυνίας (Γιάλοβα Μ. Ασίας) στα μέσα του 3ου αιώνα μ.Χ. Είκοσι περίπου χρόνια μετά τη γέννησή της, η Ελένη γνωρίστηκε με τον Κωνστάντιο Χλωρό, αξιωματούχο της Αυτοκρατορίας, τον οποίο παντρέυτηκε το 270, με βάση πρόνοια ειδικού νόμου, ο οποίος επέτρεπε το γάμο αξιωματούχων με γυναίκες λαϊκής καταγωγής. Ο Κωνστάντιος ήταν συγγενής του Κλαυδίου, ο οποίος βασίλευσε πριν από τον Διοκλητιανό και προσελήφθει στα ανάκτορα από τον Διοκλητιανό. Καρπός του γάμου της Ελένης και του Κωνστάντιου ήταν ο Κωνσταντίνος, ο μετέπειτα μονοκράτορας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, τον οποίο η Αγία Ελένη γέννησε στη Ναϊσσό της Μοισίας (Νίσσα Σερβίας).

Προκειμένου, όμως, ο Κωνστάντιος να προβιβαστεί από τον Διοκλητιανό σε Καίσαρα Γαλατίας, Ισπανίας και Βρεττανίας χώρισε την Αγία Ελένη και παντρεύτηκε την ανιψιά του Μαξιμιανού Θεοδώρα. Τότε, η Αγία Ελένη μαζί με τον Κωνσταντίνο παρέμειναν υπό φρούρηση του Διοκλητιανού και στη συνέχεια του Γαλέριου, για να μπορούν να ελέγχουν τον Κωνστάντιο. Ωστόσο, η ανάληψη του Καισαρικού αξιώματος από τον Κωνστάντιο λειτούργησε ευνοϊκά για την Εκκλησία, αφού ακόμη και κατά την περίοδο των διωγμών, που εξαπέλυσε ο Διοκλητιανός, οι πιστοί σε αυτή την περιοχή δεν καταδιώχτηκαν. Επίσης, με την άνοδο του Χλωρού στο αξίωμα αυτό ανοίχθηκε ο δρόμος και για τον γιό του Κωνσταντίνο.

 

panigiris.ag_.kwnstantinou.polews.2016_1.jpg

panigiris.ag_.kwnstantinou.polews.2016_1.jpg, by andreas

Η Αγία Ελένη επανήλθε στη δημόσια ζωή κατά την ανάδειξη του Κωνσταντίνου σε Καίσαρα το 306, οπότε ο Κωνσταντίνος την έφερε κοντά του στα Τρέβηρα και ακολούθως την πήρε μαζί του στη Ρώμη, όταν επρόκειτο να ανακηρυχθεί σε Αύγουστο. Η Αγία ανακηρύχθηκε σε Αυγούστα από τον Κωνσταντίνο, όταν αυτός παρέμεινε μονοκράτορας νικώντας τον Λικίνιο, ενώ στην πορεία λειτούργησε ως σύμβουλος και συνεργάτιδά του. Αυτή η αγάπη και ο σεβασμός του Κωνσταντίνου προς την μητέρα του φάνηκε και με την ύψωση δύο στηλών στη μεγάλη πλατεία «Φόρος», η μία στο όνομα της Αγίας Ελένης και η άλλη στο όνομά του, και ανάμεσα τους ένας σταυρός, που έφερε την επιγραφή: «Εις Άγιος, εις Κύριος, Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού πατρός, Αμήν». Επίσης, για να την τιμήσει, έκοψε νομίσματα με τ” όνομα και τη μορφή της και μετονόμασε το Δρέπανο σε Ελενόπολη.

Ακόμη, μεταξύ άλλων, παραχώρησε στη μητέρα του το ανάκτορο στο Σεσσόριο του Λατερανού, όπου έκτισε μία εκκλησία, ώστε αυτή να μπορεί να επιτελεί φιλανθρωπικό και πνευματικό έργο. Στη συνέχεια, η Αγία Ελένη, με τη συγκατάθεση του Κωνσταντίνου, ανάλαβε η ίδια την ευθύνη της ανοικοδόμησης ναών και το κτίσιμο νέων εκκλησιών και ευαγών ιδρυμάτων σε όλη την επικράτεια της Αυτοκρατορίας. Ο ιστορικός Ευσέβιος αναφέρει σχετικά: «Ελένη Αυγούστα…ευσεβούς τεκμήρια διαθέσεως ίδρυσε».

Πέραν όμως της ζωής και του έργου της Αγίας Ελένης στο πλευρό του γιού της, το πιο σημαντικό γεγονός που σφράγισε την ίδια ήταν η μετάβασή της στους Αγίους Τόπους. Εκεί σύμφωνα με την Παράδοση, κατόπιν θεϊκού σημείου, βρήκε τον Τίμιο και Ζωοποιό Σταυρό του Κυρίου το 326 μ.Χ. Όταν έφθασε στα Ιεροσόλυμα, λοιπόν, καθ’ υπόδειξη του Αγίου Κυριάκου, που ήταν Εβραίος και τότε λεγόταν Ιούδας, αλλά και με βάση μία παράδοση που έλεγε ότι μετά την Αποκαθήλωση ο Τίμιος Σταυρός πετάχθηκε σε λάκκο, κοντά στον Γολγοθά, άρχισε αμέσως τις σχετικές έρευνες.

Επειδή όμως επρόκειτο για υπέρογκη εργασία, οι έρευνες στράφηκαν στο μέρος εκείνο, όπου βλάστανε το λουλούδι βασιλικός, του οποίου η ευωδία ήταν έντονη. Ο χρονογράφος Γεώργιος μοναχός σημειώνει το γεγονός της ευρέσεως ως εξής: «Μαθών δε ο Επίσκοπος (Μακάριος), τα της Βασιλικής ελεύσεως…πάντας παρακάλεσε ησυχία να κάμουσι και σπουδαιοτέραν ευχήν υπέρ τούτου, στον Θεό προσέφερε… Τούτου δε γενομένου, ευθύς θεόθεν εδείχθη στον Επίσκοπο ο τόπος, όπου ο ακαθάρτου δαίμονος, ο ναός και το άγαλμα της Αφροδίτης υπήρχε. Τότε η βασίλισσα, πλήθος πολύ τεχνιτών και εργατών συγκέντρωσε και εκ βάθρων το αισχρό οικοδόμημα κατέστρεψε. Τούτου δε γενομένου, ανεφάνη το θείον Μνήμα, ο τόπος του κρανίου και τρεις καταχωμένοι σταυροί…Αμηχανία και θλίψη κατέλαβε την Βασίλισσα, αφού κανείς δεν γνώριζε ποιός είναι ο Τίμιος Σταυρός.

Ο δε Επίσκοπος μετά πίστεως έλυσε την απορία…Γυναίκα άρρωστη, υπό πάντων απεγνωσμένη και τα λοίσθια πνέουσα, έφεραν μεταξύ των σταυρών…Με τη σκιά του Τιμίου Σταυρού η ασθενούσα…ευθέως αναπήδησε, δοξάζουσα μετά μεγάλης φωνής τον Θεό…Η δε Βασίλισσα Ελένη, μετά χαράς μεγάλης παρέλαβε τον Σταυρό…και μέρος αυτού παρέδωσε στον Επίσκοπο της πόλεως» (Γεώργιος Μοναχός, Περί της ευρέσεως του σταυρού, 110.620-621).

Επίσης, ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρει ότι στον Γολγοθά βρέθηκαν τρεις σταυροί, από τους οποίους ο ένας διαγνώστηκε ότι ανήκει στον Ιησού Χριστό. Το Συναξάρι της εορτής της Ύψωσης του Τιμίου Σταυρού αναφέρει: «διαπορούσης δε της Βασιλίσσης (δηλ. της Αγίας Ελένης), τίς αν είη ο του Κυρίου Σταυρός, διά της εις θανούσαν γυναίκα χήραν θαυματουργίας δείκνυται· και ανέστη τη τούτου προσψαύσει· των δε λοιπών δύο σταυρών των Ληστών μηδέν εις τούτο ενδειξαμένων εις θαυματοποιΐας υπόδειγμα».

Μετά το σημείο αυτό η Αγία Ελένη αποφάσισε να οικοδομήσει επί τόπου το ναό της Αναστάσεως, ένα ακόμη ναό επάνω από το Σπήλαιο της Γεννήσεως στη Βηθλεέμ και άλλους δύο, ένα στο όρος της Αναλήψεως και ένα στο ορός Θαβώρ.

Κατόπιν, η Αγία Ελένη αναχώρησε για την Κωνσταντινούπολη, μεταφέροντας μαζί της τεμάχια του Τιμίου Ξύλου. Στην πορεία της πέρασε για δεύτερη ορά από την Κύπρο. Έτσι αποβιβάστηκε νότια του νησιού κοντά στο σημερινό Ζύγι. Η περιοχή στην οποία αποβιβάστηκε, υπήρχε ένα ποτάμι, το οποίο τότε ονομάστηκε βασιλοπόταμο, κοντά στο οποίο εναπόθεσε τους σταυρούς – κατά την παράδοση, επειδή οι τρεις σταυροί είχαν παραμείνει μαζί για πολλά χρόνια, τους αποσύνδεσε, έσμιξε τα ξύλα τους και τους ξαναέφτιαξε. Από το ξύλο του υποποδίου του σταυρού του Χριστού έφτιαξε, επίσης, ένα άλλο μικρό σταυρό.

Εκεί, εξαντλημένη καθώς ήταν, η ογδοντάχρονη Αγία, έγειρε για να ξεκουραστεί λίγο, ώστε να μπορέσει να συνεχίσει την πορεία της προς την Κωνσταντινούπολη. Σύμφωνα με την Παράδοση κατά τη διάρκεια του ύπνου της, ένας νέος με αγγελική μορφή της είπε: «Σεβαστή μου βασίλισσα, είμαι απεσταλμένος του Παναγάθου Θεού, για να σου εκφράσω το θέλημά Του. Όπως εκεί στα Ιεροσόλυμα έκτισες ναούς, για να δοξάζεται και να υμνείται ο Θεός, έτσι κι εδώ, σε τούτο το νησί το ευλογημένο, πρέπει να πράξεις το ίδιο. Να κτίσεις κι εδώ ιερό ναό, τον οποίο μάλιστα να θεμελιώσεις με το Τίμιο Ξύλο, για να προσκυνείται και να δοξάζεται στους αιώνες ο Σταυρός του Κυρίου από τους κατοίκους αυτού του τόπου. Εδώ θα ζουν Χριστιανοί μέχρι τη συντέλεια του κόσμου».

Η Αγία όταν ξύπνησε, διέταξε αμέσως να γίνει όπως ο λαμπρός εκείνος νέος της υπέδειξε. Ο ένας όμως από τους μεγάλους σταυρούς είχε εξαφανιστεί και εθεάθη στην κορυφή του βουνού Όλυμπος. Εκεί, λοιπόν, βρέθηκε το Τίμιο Ξύλο, το οποίο προς στιγμή είχε χαθεί. Τότε, η Αγία Ελένη με τους συνεργάτες της έκτισαν ναό τον οποίο εγκαινίασαν με το τίμιο Ξύλο και από τότε (327) το βουνό αυτό ονομάζεται Σταυροβούνι, όπου μέχρι σήμερα υπάρχει η ομώνυμη Ιερά Μονή.

Κατόπιν η Αγία αναχώρησε για την Βασιλεύουσα, όπου ο Κωνσταντίνος υποδέχθηκε τον Τίμιο Σταυρό, τους τέσσερις Ήλους (=καρφιά) και την μητέρα του με κάθε λαμπρότητα. Σημειώνουμε ότι απ’αυτούς τους τέσσερις Ήλους, οι δύο τοποθετήθηκαν στο Στέμμα, το οποίο φορούσε ο βασιλιάς Κωνσταντίνος.

Η Αγία Ελένη κομήθηκε ένα χρόνο αργότερα, σε ηλικία 81 περίπου ετών (328-329) ενώ σήμερα, το μεγαλύτερο μέρος του Τιμίου Ξύλου φυλάγεται στην Ιερά Μονή Ξηροποτάμου στο Άγιο Όρος.

Πηγές: wikipedia.gr / ekklisiaonline.gr / vimaorthodoxias.gr 

google news icon

Ακολουθήστε το ekriti.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις για την Κρήτη και όχι μόνο.

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ράδιο Κρήτη © | 2013 -2024 ekriti.gr Όροι Χρήσης | Ταυτότητα Designed by Cloudevo, developed by Pixelthis