Υπό το φόβο μιας νέας «Μεγάλης Ύφεσης», η οποία βύθισε την αμερικανική οικονομία στην παρακμή και τη χρεοκοπία στις αρχές του 20ου αιώνα, ζουν τις τελευταίες ώρες ολοένα και περισσότεροι πολίτες, τοποθετημένοι και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Η έκρηξη του πληθωρισμού στις ΗΠΑ, η απειλή διακοπής του ρωσικού φυσικού αερίου προς την Ευρώπη, αλλά και οι σαφείς προειδοποιήσεις διεθνών οργανισμών για το ενδεχόμενο επισιτιστικής κρίσης, έχουν τινάξει στον αέρα κάθε σταθερά της παγκόσμιας κοινότητας, προκαλώντας ταυτόχρονα αμόκ στις αγορές.
Μολονότι οι παρούσες οικονομικές συνθήκες αποτελούν συνδυασμό των συνεπειών της πανδημίας από τη μια και της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία από την άλλη, εντούτοις η εκτόξευση του πληθωρισμού σε αρκετές περιοχές του πλανήτη στενεύει τα περιθώρια για ελιγμούς από τις εθνικές κυβερνήσεις. Στο πλαίσιο αυτό, η ανακοίνωση πληθωρισμού της τάξης του 8,3%, όπως αυτός καταγράφηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες τον περασμένο Απρίλιο, προκάλεσε «σοκ και δέος» στην αμερικανική κοινή γνώμη. Όχι μόνο γιατί τις ημέρες της διοίκησης Τραμπ το ίδιο ποσοστό κυμαινόταν μεσοσταθμικά περίπου στο 2%, αλλά κυρίως γιατί τίθεται σε αμφισβήτηση το φιλόδοξο πρόγραμμα του Τζο Μπάιντεν για την ενίσχυση της μεσαίας τάξης, αφού όλα τα «μονοπάτια» του πληθωρισμού οδηγούν στη φτωχοποίηση και νέων στρωμάτων.
Με τη δημοσιοποίηση των σχετικών αριθμών, ο Αμερικανός Πρόεδρος, Τζο Μπάιντεν χαρακτήρισε τον πληθωρισμό ως «απαράδεκτα υψηλό», ενώ έθεσε ως κορυφαία οικονομική προτεραιότητα της κυβέρνησής του, την μείωσή του. «Το σχέδιό μου θα μειώσει το κόστος, ενώ το μόνο σχέδιο των Ρεπουμπλικάνων του Κογκρέσου είναι να αυξήσουν τους φόρους στις οικογένειες», ανέφερε χαρακτηριστικά ο Τζο Μπάιντεν, μολονότι εκτιμάται ότι η πορεία του πληθωρισμού θα κρίνει (μάλλον καθοριστικά) την κάλπη των «Ενδιάμεσων Εκλογών», προκαλώντας νέους πονοκεφάλους στον Πρόεδρο.
Ευρωπαϊκά ρούβλια
Πέραν του πολιτικού, στο τεχνικό σκέλος της υπόθεσης του πληθωρισμού, απτές λύσεις συζήτησαν στο Λευκό Οίκο, ο Πρωθυπουργός της Ιταλίας, Μάριο Ντράγκι και ο Αμερικανός Πρόεδρος. Έχοντας, μάλιστα, δίπλα του τον Πρόεδρο Μπάιντεν, ο Ιταλός Πρωθυπουργός εμφανίστηκε καθησυχαστικός ως προς το ενδεχόμενο διακοπής των ρωσικών ροών φυσικού αερίου προς την Ευρώπη. «Στην πραγματικότητα, οι περισσότεροι από τους εισαγωγείς φυσικού αερίου, αλλά και η Γερμανία που είναι ο μεγαλύτερος εισαγωγέας, έχουν ήδη ανοίξει λογαριασμούς ή έχουν πληρώσει σε ρούβλια», αποκάλυψε ο κ. Ντράγκι και πρότεινε στον Αμερικανό Πρόεδρο τη δημιουργία ενός καρτέλ αγοραστών πετρελαίου για τον έλεγχο των τιμών.
Διάλογος ΗΠΑ - Ρωσίας
Ως προς το γεωπολιτικό σκέλος της πολεμικής αναμέτρησης, σύμφωνα με τον Ιταλό πρωθυπουργό, ΗΠΑ και Ρωσία πρέπει να συνομιλήσουν για να προσπαθήσουν να βάλουν ένα τέλος στον πόλεμο στην Ουκρανία. «Υπάρχουν τόσες πολλές δυνατότητες, αλλά πριν καν φτάσουμε σε αυτό το σημείο, υπάρχει μια προσπάθεια που πρέπει να γίνει και είναι μια προσπάθεια που πρέπει να κάνουν όλοι οι σύμμαχοι, ιδίως η Ρωσία και οι Ηνωμένες Πολιτείες, για να καθίσουν σε ένα τραπέζι», δήλωσε ο Μάριο Ντράγκι, ενώ εκτίμησε ακόμη πως «η Ρωσία δεν είναι, πλέον, Γολιάθ», αλλά εμφανίζει σημάδια ήττας.
Στις Βρυξέλλες, «δεν τίθεται ζήτημα ασφάλειας εφοδιασμού φυσικού αερίου για την ΕΕ» περιέγραφαν μέχρι χθες αρμόδιοι ευρωπαίοι αξιωματούχοι, προκειμένου να καθησυχάσουν τα κράτη- μέλη με φόντο τις καταιγιστικές εξελίξεις. «Αν και αυτές οι εξελίξεις ενδέχεται να έχουν αντίκτυπο σε μέρος της διαμετακόμισης φυσικού αερίου προς την ΕΕ, δεν δημιουργούν κανένα άμεσο ζήτημα ασφάλειας εφοδιασμού για την ΕΕ», διευκρίνισε χθες σχετικά εκπρόσωπος της Κομισιόν, με αφορμή τις μειωμένες παραδόσεις ρωσικού αερίου από την Ουκρανία.
Παράταση λόγω Όρμπαν
Παρά τις προσπάθειες, ωστόσο, η αδιαλλαξία της Ουγγαρίας να συντονιστεί με τα υπόλοιπα κράτη- μέλη, της αφαιρεί πολύτιμο χρόνο και κεφάλαιο από την ΕΕ, καθώς ο ηγέτης της χώρας, Βίκτορ Όρμπαν, διάκειται αρνητικά απέναντι στο ενδεχόμενο εμπάργκο της ΕΕ στο ρωσικό πετρέλαιο. Για το λόγο αυτό, πίσω κατά μια εβδομάδα πήγε το 6ο Πακέτο κυρώσεων κατά της Ρωσίας από μέρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ώσπου να πέσουν οι τόνοι. Ταυτόχρονα, εγγυήσεις για τη ενεργειακή τους ασφάλεια ζητούν Σλοβακία και Βουλγαρία, ανοίγοντας κι άλλο τη βεντάλια των ευρωπαϊκών διεκδικήσεων.
Ορόσημο η 18η Μάϊου
Ορόσημο αποτελεί, σε κάθε περίπτωση, η 18η Μάϊου, οπότε και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα παρουσιάσει το σχέδιό της για τη σταδιακή ενεργειακή απεξάρτηση της ΕΕ, γνωστό και ως «REPowerEU». Στον αντίποδα, «η Δύση ας πληρώσει περισσότερα απ' ό,τι πλήρωνε στη Ρωσική Ομοσπονδία» σχολίασε χθες δηκτικά ο Ρώσος Υπουργός Εξωτερικών, Σεργκέι Λαβρόφ, ενώ ανέφερε πως η Μόσχα δεν θέλει πόλεμο στην Ευρώπη, παρότι η Δύση θέλει την ήττα της στην Ουκρανία. Στο ψυχροπολεμικό προστέθηκε χθες και ο πρώην πρόεδρος της Ρωσίας, Ντμίτρι Μεντβέντεφ, κατηγορώντας τις ΗΠΑ ότι διεξάγουν έναν «πόλεμο δια πληρεξουσίων» εναντίον της Ρωσίας. Σε αυτό το κλίμα, το «Σχέδιο Έκτακτης Ανάγκης» σε περίπτωση κλεισίματος της στρόφιγγας του ρωσικού φυσικού αερίου στην Ευρώπη έφερε στο φως η εφημερίδα el pais, στο ενδεχόμενο δηλαδή ενός ενεργειακού μπλακάουτ.
Πίσω στις ΗΠΑ, η περιρρέουσα ατμόσφαιρα από τις ανακοινώσεις Μπάιντεν είχε τεράστιο αντίκτυπο στις διεθνείς αγορές χθες, αφού βουτιά 3,18% έκανε ο δείκτης Nasdaq, με φόντο τον πληθωρισμό που καλπάζει. Τα μεγάλα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης σημειώνουν ότι είναι η πρώτη φορά από τον περασμένο Αύγουστο - όταν ξεκίνησαν οι πιέσεις στις τιμές - που ο πληθωρισμός «φρενάρει» , κάτι που ενδεχομένως δείχνει ότι η αμερικανική οικονομία μπαίνει σε μία φάση ομαλοποίησης. Ωστόσο, λίγα λεπτά αργότερα ο Νasdaq 100, που είναι ο δείκτης του τεχνολογικού κλάδου, έχασε τη δυναμική του και στη συνέχεια ξεκίνησε η πτώση για όλους τους δείκτες της Wall Street. Σε πλήρη κατάρρευση ήταν και η αγορά των κρυπτονομισμάτων τις τελευταίες ώρες, με το Bitcoin να σημειώνει μεγάλη πτώση, καθώς οι επενδυτές είναι όλο και λιγότερο πρόθυμοι να αναλάβουν ρίσκο.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Η Ουκρανία κλείνει προσωρινά τη στρόφιγγα ρωσικού αερίου προς την Ευρώπη λόγω «ανωτέρας βίας»
Πόλεμος στην Ουκρανία: Η Ρωσία καλεί να εκκενωθούν οι πόλεις Κραματόρσκ και Σλοβιάνσκ
Ουκρανία: Σχεδόν πέντε εκατομμύρια θέσεις εργασίας έχουν χαθεί εξαιτίας του πολέμου