O Γιάννης Μποσταντζόγλου σε συνέντευξη του μίλησε για τα δύσκολα παιδικά του χρόνια αλλά και τις οικονομικές δυσκολίες που βιώνει τώρα και πόσο δύσκολο είναι για εκείνον.
Διαβάστε ένα απόσπασμα από τη συνέντευξή του:
Πώς θυμάστε τα παιδικά χρόνια σας;
«Με τον πατέρα μου, τον Χρύσανθο (Μέντη) από την Πόλη, τη μητέρα μου, τη Μαρία, μια βέρα Αθηναία, και τον αδελφό μου, τον Κώστα. Είμαστε όλοι μια γροθιά. Και οι δυο μας πήραμε κάτι από την τέχνη του μπαμπά. Εκείνος ήταν καλός και ως συγγραφέας κι ως ζωγράφος.
Ο αδελφός μου έγινε γραφίστας κι εγώ ηθοποιός. Η μητέρα μου, όταν τρώγαμε στο οικογενειακό τραπέζι, έλεγε «Αχ, ρε Μέντη, αυτό που θα θυμάμαι από σένα, όταν θα γεράσω, θα είναι η πλάτη σου». Και δεν το έλεγε τυχαία. Ήταν πάντα σκυμμένος σε ένα τραπέζι και ζωγράφιζε, ώρες ατελείωτες. Αλλά τίποτα δεν γίνεται στη ζωή χωρίς σκληρή δουλειά, ακόμη κι αν έχεις ταλέντο»
Τις ζωγραφιές του τις έχετε σπίτι σας;
«Είχα ένα όνειρο, να ανοίξω ένα μαγαζί δώρων με αντικείμενα που είχε φτιάξει ο πατέρας μου. Το έκανα μέσα στην κρίση και χρεοκόπησα. Ευτυχώς που βγήκα στη σύνταξη.
Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που μπορώ να πληρώνω την καθημερινότητα με τα 1.000 ευρώ μου. Αλλά όταν έρχεται ο γιος μου και μου λέει «πατέρα, ήρθε ο ΕΝΦΙΑ για το σπίτι» και δεν έχω να του δώσω, νιώθω ένα μαχαίρι στην καρδιά. Όταν η κόρη μου, που δουλεύει για 300 ευρώ τον μήνα σε ένα σάιτ, με ρωτάει «μπορείς να τσοντάρεις;» και δεν έχω, αγανακτώ και χτυπιέμαι.
Τα έφαγαν κάποιοι εξυπνάκηδες τα λεφτά και τώρα λένε στον αγρότη «ζήσε με σύνταξη 300 ευρώ». Ντροπή τους! Το χρέος έχει πάει στα 380 δισ. κι αυτοί μας κοροϊδεύουν με τα αλλεπάλληλα Μνημόνια»