Η ερώτηση “πόσες ώρες έχουμε διαφορά με τη Βραζιλία;” με βρήκε απροετοίμαστη. Ένας αέρας υπερηφάνειας με τύλιξε και πήρε το μυαλό μου μακριά από το “έγκλημα” που αργότερα είδα να προσχεδιάζεται. Να δεις, λέω, που τον είχα παρεξηγήσει. Νόμιζα ότι δεν ήθελε να ξέρει τίποτα παραπάνω απ’ όσα έχει μάθει μέχρι τώρα ενώ είναι ολοφάνερο ότι νοιάζεται να αποκτήσει κι άλλες εγκυκλοπαιδικές γνώσεις. Ίσως και να θέλει να ξέρει πόσες ώρες μακριά από την Ελλάδα θα με πάει διακοπές.
Αυτό που με “γείωσε” εντελώς ήταν το άκουσμα της επόμενης λέξης, ανάμεσα σε άλλες, που του ξέφυγε. Μια λέξη που το φιλοπερίεργον του χαρακτήρος μου με οδήγησε να την ψάξω κι εντέλει να τη βρω στη σελίδα 1126 του Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσας του Μπαμπινιώτη (Β’ έκδοση, Γ’ ανατύπωση 2006, εμπλουτισμένη).
Mουντιάλ (το) [άκλ.] το παγκόσμιο πρωτάθλημα ποδοσφαίρου, το οποίο τελείται κάθε τέσσερα χρόνια μεταξύ των εθνικών ομάδων που προκρίθηκαν από τους ομίλους τους κατά τη διάρκεια ης τετραετίας. -μουντιαλικός, -ή-, -ό.
[ΕΤΥΜ.<ισπ. mundial “παγκόσμιος”< mundo “κόσμος”]
Το πώς βρέθηκε εκεί μια λέξη ισπανογενούς προέλευσης δείχνει ακριβώς και τη δύναμή της. Αυτή τη δύναμη που της έχει παραχωρήσει ο απανταχού της Γης ανδρικός, κυρίως, πληθυσμός και την οποία αξιοποιεί προσφέροντας θέαμα, που για μένα είναι αμφίβολης ποιότητας και αξίας, αλλά για άλλους είναι όλες οι Καλές Τέχνες συγκεντρωμένες σε ένα άθλημα.
Τη δύναμή της η λέξη αυτή, όμως, τη χρησιμοποιεί για έναν άλλο σκοπό, πολύ πιο σοβαρό. Το κέρδος.
Είναι τόσο ασύλληπτα τα ποσά που χορεύουν (σάμπα για το 2014) γύρω από τη διοργάνωση που είναι αδύνατον να τα παρακολουθήσει ένας κοινός νους. Από τη δαπάνη της προετοιμασίας για νέες εγκαταστάσεις και αναβάθμιση παλαιών και τη φροντίδα υποδοχής και φιλοξενίας των εθνικών αποστολών μέχρι τις υποδομές που θα υποστηρίξουν τη διακίνηση των επισκεπτών και θα δώσουν μια εικόνα προόδου και ευμάρειας για τη χώρα που φιλοξενεί τη διοργάνωση. Είναι κάτι που το γνωρίζουμε καλά στην Ελλάδα, αφού η Ολυμπιάδα του 2004 έγινε αιτία να ανοίξει μια τεράστια τρύπα στην ήδη σκοροφαγωμένη οικονομία μας και ν’ απομείνουμε με ένα πλήθος αθλητικών εγκαταστάσεων που η μοίρα τους τις οδηγεί να ξεπουληθούν αντί πινακίου φακής, έτσι όπως έχουν αφεθεί στα χέρια του πανδαμάτορος χρόνου, που δεν τους έχει φερθεί με την πρέπουσα ευγένεια. Τη δουλειά του κάνει κι αυτός, πώς να τον κατηγορήσεις;
Για το 2014 η διοργανώτρια χώρα Βραζιλία, πατρίδα εκατομμυρίων πεινασμένων ανθρώπων, επέλεξε να επενδύσει σε τσιμέντα και άλλα ευγενή υλικά αντί να τους ταΐσει. Μια καλπάζουσα οικονομία που δεν έχει καταφέρει να υλοποιήσει ακόμη το πρόγραμμα “Βραζιλία χωρίς φτώχεια”. Οι φαβελάδος ζουν (ζουν;;;), εκατοντάδες χιλιάδες παιδιά δουλεύουν εξαντλητικά για ένα ξεροκόματο χωρίς καν να γνωρίζουν ότι σήμερα, ημέρα έναρξης του Μουντιάλ είναι και η Παγκόσμια Ημέρα κατά της παιδικής εργασίας, η εγκληματικότητα θεριεύει.
Οι φιλοδοξίες των κυβερνώντων για εξάλειψη της φτώχειας είναι υψηλές. Στο πρόγραμμά τους, όμως, φαίνεται να χωρά και μια τέτοια διοργάνωση που θα γεμίσει τις καρδιές των Βραζιλιάνων εθνική υπερηφάνεια αλλά όχι και τα στομάχια τους με αξιοπρεπή τροφή. Ίσως μέχρι την Ολυμπιάδα του 2016 να τα έχουν καταφέρει.
Εμπρός της Γης οι ποδοσφαιρόπληκτοι, λοιπόν! Η φτώχεια θέλει θεάματα και όχι άρτο, αλλά πίτσα και μπύρα. Ας χορτάσουν τα μάτια θέαμα και στις επόμενες εκλογές χαράς ευαγγέλια στους υποψηφίους που προέρχονται από τον χώρο του αθλήματος. Ένας κόσμος που ψηφίζει με ποδοσφαιρικά κριτήρια θα τους ανταμείψει με το υπέρτατο των όπλων του: την ψήφο του.
ΥΓ. Κάποτε ένας φίλος μου είπε “όταν οι άλλοι άντρες βλέπουν ποδόσφαιρο εγώ παρηγορώ τις συζύγους τους τους”. Έλεγε αλήθεια.
ΥΓ2. Κυρίες μου, μην κάνετε ρομαντικά σχέδια για την αυριανή πανσέληνο πριν δείτε το πρόγραμμα των αγώνων.