Κάποτε οι Κυριακές του καλοκαιριού είχαν χρώμα, γεύση, προσμονή. Το χρώμα των ονείρων της θάλασσας, τη γεύση από τα κεφτεδάκια που περίμεναν στο τάπερ, την προσμονή της μικρής εβδομαδιαίας απόδρασης. Τότε δεν είχαμε πισίνες, γρήγορα αυτοκίνητα, weekend και αποδράσεις σε Σαντορίνη και Μύκονο. Ταλαιπωρία είχαμε μόνο. Και το όνειρο έφτανε το πολύ ως τη Λούτσα. Πρωινό λεωφορείο για το Πεδίον του Άρεως. Εκεί στιβαγμένοι όλοι με τα εισητήρια στο χέρι έτοιμοι να διεκδικήσουμε μία θέση στο .. κυριακάτικο όνειρο: το πολυπόθητο πλάτσα πλούτσα.
Η μάνα από νωρίς στο πόδι να ετοιμάζει τάπερ με κεφτεδάκια. Και μετά εκείνο το άγχος: τα πήραμε όλα; Τα μπρατσάκια του Γιώργου, πετσέτες, δεύτερο μαγιώ να αλλάξουν τα παιδιά; Για αντιηλιακό ούτε λόγος να γίνεται. Ο ήλιος ήταν σύμμαχος τότε. Άντε το πολύ λίγη nivea στη μύτη. Ίσα να εκνευριστείς και να φωνάξεις: "Όχι ρε μάνα, δεν θέλω να κυκλοφορώ έτσι στην παραλία".
Αρκεί να 'χες φτάσει στην παραλία βέβαια. Αν ... και όταν ... Γιατί στο Πεδίο του Άρεως τα λεωφορεία σου φέρονταν σαν ... ψιλομύτες από το Κολωνάκι. Άνοιγαν υποσχετικά την πόρτα, σε κοίταζαν, σου 'καναν face control και μετά δεν σε καταδέχονταν. Και η ώρα περνούσε περιμένοντας το "φιλεύσπλαχνο" λεωφορείο .. ο πόθος. Και η Λούτσα ήταν ήδη ... εδώ. Πάνω σου. Ο ήλιος να καίει κι ο ιδρώτας να τρέχει.
Και κάποτε το ταξίδι ξεκίναγε. Δεκάδες ...
Και καθώς το προεκλογικό σκηνικό στήνεται και οι ... κραυγαλέες προσπάθειες να απεκδυθούν όλοι τον κομματικό μανδύα εντείνονται, επιστρέφω συνειρμικά στις εκλογές του 1994. Μου έμαθαν ότι πράγματι οι άνθρωποι κάνουν τη διαφορά. Εκείνη την εποχή η Νέα Δημοκρατία ευτύχησε να εντοπίσει έναν "κουζουλό" με την αυθεντικά καλή έννοια της λέξης. Οκτώβρης μήνας. Ο Γιώργος Σενετάκης είχε μόλις συμπληρώσει την πρώτη τριετία του ως διορισμένος περιφερειάρχης Κρήτης (1990-93) κι αποφάσισε να δοκιμάσει την τύχη του στον Δήμο Ηρακλείου. Ναι, ανήκε κομματικά στο χώρο της ΝΔ. και αυτό από μόνο του θα έπρεπε να τον καθιστά "απεναντινό" σε μία κοινωνία που πορευόταν χρόνια στα .. καταπράσινα λαγκάδια, κι "άμα λάχει" έπαιρνε (ακόμη τότε) και τα κουμπούρια της, για να καταδιώξει όσους διαφωνούσαν με τις επιλογές της. Αλλά ο Σενετάκης κάθε άλλο παρά αντιπαθής ήταν άνθρωπος της διπλανής πόρτας, με ένα χιούμορ σωτήριο, με ένα μυαλό "ευρύχωρο", με έναν τρόπο που κέρδιζε τους πάντες και κυρίως με όρεξη να δουλέψει για τον τόπο του. Ρομαντικός; Ίσως. Το παρελθόν έδειχνε ότι δεν είχε καμία απολύτως ελπίδα, με δεδομένο το γεγονός ότι ο Δήμος ήταν το πιο πράσινο τσιφλίκι της χώρας. Αλλά ο Σενετάκης ήταν άλλης πάστας άνθρωπος. Δεν νοιαζόταν για τα χρώματα. Για τον τόπο και τους ανθρώπους νοιαζόταν. Πολιτικό λόγο είχε. Όχι κομματικό. Όσοι τον πρόφτασαν θυμούνται το πηγαίο χιούμορ του και τις παροιμιώδεις απαντήσεις, που φύλαγε για τους πολιτικούς του αντιπάλους. Ο Γιώργος, μας χάρισε ένα ανεπανάληπτο προεκλογικό σκηνικό. Με φρεσκάδα, όραμα και αισθητική. Αντέταξε συναυλίες στην ηχορύπανση της ... πεπατημένης. Εκδηλώσεις πολιτικού λόγου απέναντι στους χειμάρρους του "θα". Έφερε μελέτες και προγράμματα, που μετά τις εκλογές χρησίμευσαν για να γίνει έργο. Κι εκείνη τη χρονιά ο Δήμος είχε 5 υποψηφίους να ερίζουν για τον θώκο: Το κλίμα μοιραία πολώθηκε. "Κακώς ανακατεύτηκες" του έλεγαν όλοι.
Ένας καινούργιος κόσμος ανοίγεται μπροστά σου, καθώς ποδηλατείς στην πόλη του Μεγάλου Κάστρου. Η πόλη μπορεί να είναι εντελώς αφιλόξενη για τους ποδηλάτες, δεν έχει παρά ελάχιστες υποδομές με αποτέλεσμα όποιος καβαλά ποδήλατο να θεωρείται τολμηρός και ριψοκίνδυνος, αλλά η αίσθηση της ορθοπεταλιάς και μόνο είναι ικανή να σου φτιάξει τη διάθεση. Αφού … έστησε ο έρωτας χορό με τον ξανθό Απρίλη, είπα κι εγώ να ξεπορτίσω για να δω αν οι συμπολίτες μου δράττονται της ευκαιρίας να βαδίσουν στα χορευτικά στρατούλια της άνοιξης. Αφού βγήκα ζωντανή από τους κεντρικούς δρόμους κίνησα κατά το Ενετικό Λιμάνι. Σαν πέρασα την είσοδο με χάιδεψε το θαλασσινό αγέρι που πλήθος κόσμου εκμεταλλευόμενοι την πρόσφατη αλλαγή της ώρας απολάμβαναν ποικιλοτρόπως. Κάποιοι με φόρμες και αθλητικά έτρεχαν ρυθμικά ιδρώνοντας με επιμονή. Μια παρέα ασπρομάλληδων συζητούσαν για τις επικείμενες εκλογές κάνοντας τον απογευματινό τους περίπατο. Ο μπαμπάς, η μαμά και τα δυο τους παιδάκια, ποδηλατούσαν χαχανίζοντας ενώ ρουφούσαν με λαχτάρα κάθε λεπτό της κοινής τους δραστηριότητας, κάτι που η αδηφάγος καθημερινότητα δεν τους επιτρέπει συχνά. Ένα τσούρμο γυμνασιοκόριτσα μέσα στη ξεγνοιασιά της νιότης τους σιγοτραγουδούσαν χαρωπά το τελευταίο σουξεδάκι, ενώ κάποιες κυρίες με μια σακούλα πασατέμπο τις παρατηρούσαν και μετρούσαν ρυθμικά (τσίκι τσίκι φτου) τα λόγια και τα χρόνια που περάσανε από τότε που εκείνες διασκέδαζαν με τραγούδια από το Νέο Κύμα.