Skip to main content
ΚΡΗΤΗ

"Δυο Φεγγάρια Δρόμο" του Νίκου Ψιλάκη

ekriti, image not found
 clock 13:13 | 24/12/2013
writer icon newsroom ekriti.gr

"Δυο φεγγάρια δρόμο" είναι το νέο ιστορικό μυθιστόρημα του Νίκου Ψιλάκη. Ο Νίκος Ψιλάκης μου είπε "γράφω ένα ιστορικό μυθιστόρημα" δεν με εξέπληξε καθόλου. Ήξερα ότι έχει τα υλικά για να το πλάσει κι ότι θα είναι ένα σοφό μείγμα ιστορίας, ποίησης , λαογραφίας. Γεμάτο από ανθρώπους που ξέρουν να αισθάνονται. Που ξέρουν να ερωτεύονται και να επαναστατούν. Όταν το διάβασα κατάλαβα πόσο καλά γνωρίζω τον Νίκο Ψιλάκη. Είδα ζωντανές εικόνες και γνώρισα και αναγνώρισα τόπους, ανθρώπους και καταστάσεις. Δεν θα κάνω επιστημονική κριτική του βιβλίου Δυο φεγγάρια δρόμο, δεν είναι δουλεία μου. Ούτε καν για τα φεγγάρια θα σας μιλήσω. Εγώ θέλω να σας βάλω στη ιστορία μ' έναν δικό μου τρόπο, ξεκινώντας από την αρχή, αλλά όχι με αρχή, μέση και τέλος. Θα δανειστώ μόνο κάποια αποσπάσματα από το βιβλίο για να υπογραμμίσω κάποια κομμάτια της. 

Ένα κείμενο της Γεωργίας Καρβουνάκη. 

Κι όπως όλες οι ιστορίες έτσι κι αυτή έχει ένα σημείο εκκίνησης. Ένα σιδερένιο ρόπτρο, που χτυπά βαριά, απαιτητικά, απειλητικά την πόρτα μιας οικογένειας ένα καλοκαιρινό πρωινό κι αυτό δίνει την αφορμή ν’ αρχίσει να ξετυλίγεται ο μίτος.

Είναι η ιστορία ενός τόπου, γραμμένη όμως διαφορετικά.. Η ιστορική πραγματικότητα είναι παρούσα όχι μέσα από τα μεγάλα γεγονότα και κατορθώματα του έθνους, αλλά μέσα από τη μικροϊστορία, την προσωπική δράση του κάθε ήρωα , τού απλού ανθρώπου.

Δίδεται με ένα λόγο που μου ξύπνησε μνήμες από τα πολύ νεανικά μου αναγνώσματα, με ένα ύφος που μέσα μου έχει καταγραφεί ως Καζαντζάκειο .. κι αυτό, παρακαλώ, ας μην εκληφθεί ως ιεροσυλία, γιατί όσοι το διαβάσατε κι όσοι θα το διαβάσετε θα καταλάβετε τι εννοώ.

Καμιά λέξη δεν είναι τυχαία ή περιττή σ’ αυτή την ιστορία. Ούτε καν το κωδικό όνομα Πλάτωνας στη δοκιμασία της σπηλιάς, ούτε τα ονόματα και τα παρανόμια των ηρώων που το καθένα έχει τη συμβολική του διάσταση.

Το κάθε κομμάτι μαρτυρεί μια βαθιά γνώση των γεγονότων, οι ήρωες είναι  αποτέλεσμα παρατήρησης με το οξύ και διεισδυτικό βλέμμα του συγγραφέα, που ξέρει σε ποια χαρακτηριστικά τους θα επικεντρωθεί για να τους δώσει υπόσταση κι αυτοί με τη σειρά τους να δράσουν έτσι που να πάνε την ιστορία ένα βήμα παραπέρα.

Δεν έχει παθητικούς χαρακτήρες εδώ.

Συμβιώνουν αρμονικά, τρόπος του λέγειν, μέσα από τις αντιθέσεις τους. Η αρμονία βρίσκεται στο ότι ο καθένας δικαιώνει το ρόλο του.

Όλα στο Ανέγνωρο βρίσκονται στη θέση τους, όπως σε κάθε χωριό της Κρήτης, όπως και στο δικό μου χωριό, έτσι που να μη μπορεί κανείς να αμφισβητήσει την ύπαρξή του.

 Βρήκα την εκκλησία, την πλατεία, τα καφενεία, τα ξωκκλήσια, τ’ αμπέλια και τα λιόφυτα, τα χειμαδιά, τα σπηλιάρια, τους θεόκτιστους σπηλαιώδεις ναούς. Βρήκα ακόμα και την Ανεβάλουσα.

Το Ανέγνωρο είναι ένας τόπος μαγικός, βγαλμένος από τη φαντασία του Νίκου Ψιλάκη, όπου τα συναξάρια των αγίων μπλέκονται με τις μικρές προσωπικές ιστορίες των θνητών, όπου οι άγγελοι  έχουν βυσσινί φτερούγες και δεν είναι άφυλοι σαν όλους τους αγγέλους, παρά είναι ένα αγόρι κι ένα κορίτσι.

Είναι, όμως κι ένας τόπος πέρα για πέρα αληθινός, έτσι όπως ζει στη μνήμη όλων μας και στη δική του. Που τον διεκδικεί ο Θεός και ο Διάβολος, που τον ορίζει ο παπα Πυρόβολος κι ο Ενωματάρχης κι ανάμεσά τους δρουν όλοι οι άλλοι. Στο Ανέγνωρο βρήκα  την κοινωνική ιεραρχία όπως την ήξερα. Περιλαμβάνει στη σωστή σειρά τις αρχές, τις πρωτοοικογένειες, τους νοικοκυραίους, τους μεροκαματιάρηδες, τον μοσκοκούζουλο του χωριού, τη σουρεύτρα, τους πολιτευτές, τους γραμματιζούμενους, τους ήρωες και τους προδότες, τους ΜΑΥδες και τους ερημίτες. Εκεί και ο δοσίλογος, ο αντάρτης, η παρθένα και η πόρνη, ο βοσκός, ο γιατρός, ο καφετζής.

. Εκεί βρίσκεται κι ο ταχυδρόμος ο Αντρουλής που βγάζει τις ευαισθησίες του λέγοντας

« Κάθε μέρα λέμε « το καπέλο μου, το καπότο μου, το μολύβι μου», ταπεινά πράματα. Αν πεις, όμως, « σύντροφέ μου», ή σκέτο « Αντρουλή μου», το ασήμαντο « μου» παίρνει νόημα, καταλαβαίνεις πως υπάρχει μια τόση δα λέξη που μοχθεί να γκρεμίσει τη μοναξιά του ανθρώπου. Καμιά ψυχή στον κόσμο δεν θέλει να είναι μόνη. Γυρεύει κι άλλες ψυχές. Πότε για να στυλώσει τον έρωτα, πότε για να στεριώσει την επανάσταση…»

Βλέπετε,  ο καθένας παίζει το ρόλο του, λέει τα λόγια που του έταξε ο σεναριογράφος της μυθιστορηματικής ζωής του, που όμως είναι λόγια που όλοι κάπου τα έχουμε ξανακούσει και που χαρακτηρίζουν μια  εποχή: ο Ενωματάρχης απειλεί: Πρόσεξε γιατί θα σε τυλίξω σε μια κόλλα χαρτί.. 

 η αόρατη αλλά πανταχού παρούσα υπηρεσία του τον διατάζει:..απαιτείται στενή παρακολούθησις λόγω πιθανολογουμένης αντεθνικής δράσεως

αυτό το παραδέχεται, άλλωστε το όργανον της τάξεως :“.. το κράτος έχει πάντα τον τρόπο του. Η Χωροφυλακή τα μαθαίνει όλα. Όλο το έργο μας στηρίζεται σε συνεργάτες. Αυτοί είναι τ’ αυτιά μας και τα μάτια μας. Παρακολουθούν τα πάντα..” που σημαίνει ότι όλοι χωρούνε στο Ανέγνωρο.. να.. κι ο πολιτευτής που μας διαβεβαιώνει:  είναι θέμα ημερών η υπόθεσίς σου” και κάπου κοντά ξεπροβάλει και η Κακή Βιστηρά για να καυχηθεί  “πράμα δεν της ξεφεύγει της Πιπίνας, πράμα

ενώ ο ιδεολόγος Λευτέρης λέει

 “ μπαίνω μπροστά, ανοίγω δρόμο για να περάσουν οι άλλοι.. με τη μια χέρα κρατώ σκαλίδα και χαλώ και με την άλλη σφυρί και χτίζω” και το πλήρωσε με τη ζωή του.

Αυτά και άλλα είναι που δίνουν το στίγμα του τόπου και τον χαρακτήρα των κατοίκων του.

Ο παπα Πυρόβολος, οδηγός και προστάτης,  είναι  ο εξιδανικευμένος  ιερέας που είναι παρών σε ότι κι αν συμβεί. Μεσίτης υπέρ του ποιμνίου όχι μόνο στο Θεό μα και στις κάθε λογής εξουσίες που δε διστάζει ν΄αναμετρηθεί μαζί τους. Την εικόνα της εκκλησίας που θα θέλαμε συμπληρώνει ο ερημίτης Πορφύριος που μιλά απευθείας με το Θεό με τον δικό του τρόπο κι όχι με ανθρώπινη λαλιά, γιατί, λέει, “φτάνει που σου δίνει καρδιά να ζεις και μυαλό να συλλογάσαι”, που μας μαθαίνει να βάφουμε τον κόσμο γύρω μας με όλα τα χρώματα γιατί “κανείς δεν αντέχει τους μονότονους κόσμους” και συμβουλεύει την Ερατώ:

«… Να τον κάμεις πολύχρωμο. Να βάλεις και κίτρινο πλάι στο γαλάζιο. Και πορτοκαλί. Και κόκκινο. Όσα χρώματα σηκώνει το ζωνάρι της Παναγιάς κι ακόμη περισσότερα. Κι αν καταφέρεις να δώσεις λάμψη από την ψυχή σου και φως από τα μάτια σου, η ζωγραφιά θα ζωντανέψει, θα γίνει λιβάδι γεμάτο λουλούδια. Θα το βλέπεις και θα λες στο Θεό : δώσε μου, Κύριε, μάτια να τον βλέπω τον κόσμο, μύτη να τον οσφραίνομαι, αυτιά ν΄ ακούω το τραγούδι της μέλισσας, χέρια να χαϊδεύω το βελούδο του. Και θα σου αποκριθεί ο Θεός πως το λιβάδι σου είναι μικρό ακόμη. Για να σε χωρέσει πρέπει να το μεγαλώσεις, να το μακρύνεις και να το φαρδύνεις, να φυτέψεις όλα τα λουλούδια που έπεμψε στη γη, μαργαρίτες , ζουμπούλια, ρόδα , κατιφέδες ,αγιοκλήματα, γιασεμιά, όλα ανακατωμένα. Κι αφού τα φυτέψεις κι αυτά, θα ξαναπείς τα ίδια λόγια στο Θεό. Και θα σου δώσει κι εκείνος την ίδια απόκριση: βάλε κι άλλο χρώμα , φύτεψε κι άλλα λουλούδια, ξεχέρσωσε κι άλλο λιβάδι, μεγάλωσε το, κάμε τον κόσμο πολύχρωμο. Μέχρι που θα καταλάβεις πως το λιβάδι που σπέρνεις και καλλουργάς δεν είναι μόνο για σένα. Κι η ζωγραφιά που χρωματίζεις δεν είναι μόνο δική σου »

Κυρίαρχη, αν και σε  δεύτερο πλάνο η φιγούρα της μάνας. Η Ρωφιλιά,  που γέννησε τέσσερα παιδιά και της  απόμεινε μόνο η θυγατέρα που οι εξουσίες απειλούν να της την πάρουν κι αυτή βγάζει το παράπονό της λογικά.. και ψύχραιμα διατυπώνει τη συναλλαγή της με το Χριστό:

Και τι κατάλαβα τόσα χρόνια; Τι κατάλαβα που φέρνω κάθε χρόνο το καλύτερο στεφάνι και τ’απιθώνω στα πόδια σου, Χριστέ; Άλλες που πετούν δυο ψευτολούλουδα, γιατί βαριούνται να πλέξουν στεφάνι, τις έχεις στα ώπα ώπα, το ίδιο κι αυτές που δεν άναψαν ποτέ ούτε ένα κερί στη χαρη σου.. κι εμένα μόνο πικρά ποτήρια μου δίνεις, το ένα πίσω από το άλλο, σφάκα πικρό είναι το χείλι μου πια. Με αδίκησες Χριστέ, κατάλαβέ το.[...] Θα έρθω και μεθαύριο στο σταυρό, θα σου πλέξω το καλύτερο στεφάνι. Αλλά, σου το λέω, φέτος θα είναι η τελευταία φορά. Θεός είσαι, ξέρεις τι θέλω. Τι ταξίματα δε σου έκανα, τι άρτους δε σου έφερα, τι κεριά, τι λιβάνια, τι πρόσφορα ζυμωτά. Δε με άκουσες, Χριστέ, δεν με άκουσες. Σου τα λέω για τελευταία φορά και ό,τι θέλεις κάμε. Δεν θα την ξαναδείς την Ερωφίλη. Ούτε λεμονανθούς θα σου φέρω, ούτε καντήλια θα σου ανάψω.

Κυρίως, όμως, η κοινωνία αυτή αποτελείται από ανθρώπους που κοιτάζουν τη δουλειά τους. Που τα ζυγίζουν όλα κι η δική τους ζυγαριά γέρνει από την πλευρά της φρονιμάδας.

Γι αυτό υπάρχουν και παίρνουν θέση κι οι ξεχωριστοί ήρωες, σαν τον γέροντα  Μηνά.. για μένα είναι το πρόσωπο κλειδί ίσως γιατί αυτόν έχω ανάγκη εγώ, αυτόν έχει ανάγκη η κοινωνία, ειδικά σήμερα.. κάποιον που να μεταφέρει τη γνώση του παρελθόντος και να την κάνει δίδαγμα για το παρόν και το μέλλον.. κάποιον που να παρακινήσει τον κόσμο, να του διδάξει το καθήκον απέναντι στον εαυτό του, την οικογένεια, την κοινωνία.. είναι αυτός που θα διδάξει ότι το χρέος είναι βαρύτερο από τη φρονιμάδα, κόντρα στη μετριοπάθεια των πολλών, που φτάνει στη δειλία.. όπως ακριβώς συμβαίνει και στις μέρες μας. Με μια διαφορά. Ότι πρέπει να εκπαιδεύσουμε το αυτί μας και το μυαλό μας, να ξεχωρίζει το Μηνά από τον ψευτοπολιτικάντη Τρόχαλο. Πόσες φορές διαψευστήκαμε μπερδεύοντας τις φωνές τους; Και πόσες φορές αρκεστήκαμε στο ν’ακούμε τους Μηνάδες χωρίς να προχωρήσουμε βήμα παραπέρα;

«Τι θα λέτε, μωρέ, στα παιδιά και στα εγγόνια σας; Τις δικές μου ιστορίες; Θα τους λέτε πως κάποτε ήταν ένας γεροξεκούτης, και μας μιλούσε για παλληκαριές και κατορθώματα των παλιών; Και θα ρωτούν τα κοπέλια σας: «εσύ ειντά έκαμες, πατέρα, καθόσουν μόνο και τον άκουγες; Μόνο αυτιά σου έδωκε ο Θεός για να ακούς τι έκαμαν οι άλλοι; Μάτια για να βλέπεις την αδικία δεν σου έδωκε; Χέρια, πόδια δεν είχες; Νεύρα, νάκαρα; Ψυχή δεν έβαλε στα σωθικά σου ο Μεγαλοδύναμος; Κουνηθείτε τώρα που είστε νέοι, γράψετε την καινούργια ιστορία του Ανέγνωρου».

«Ο γέρο πολεμάρχος είχε μια παράξενη εμμονή στους άγραφους νόμους· τους παράβαλλε κάθε φορά με "τους νόμους του χωροφύλακα" και τους έβρισκε άσφαλτους.

- Τους νόμους που κρατούν στα χέρια τους οι χωροφυλάκοι τους φτιάχνουν οι καλαμαράδες με τα μπαμπακένια χέρια· κόβουν και ράβουν κατά το συφέρο τους, δεν κατέχεις που λένε πως όπου θέλει ο τσικαλάς κολλά τ’ αυτί; Έτσι και τούτοι, όπου θέλουν το κολλούν τ’ αυτί του νόμου. Τους δικούς μας νόμους τους φτιάχνομε εμείς, πάππου προς πάππου».

Κι αυτοί οι νόμοι του μπαρμπα Μηνά ορίζουν το αρνοκλήσι, ένα σπάνιο έθιμο που βρίσκουμε εδώ,  την εξομολόγηση της Μ. Πέμπτης, αυτοί είναι που επιβάλουν να γίνονται πάντα οι Έλληνες μια σφιγμένη γροθιά όταν έρχονται ξένοι να πατήσουν την πατρίδα τους, κι αν έμπαινε στη μέση ο νόμος οι αντίπαλοι συμμαχούσαν και στρέφονταν εναντίον του και τα σόγια που σφάζονταν έκαναν ανακωχή και φίλιωναν.

Τελειώνοντας: Αν έδινα έναν τίτλο στην ιστορία, αυτός θα ήταν δανεισμένος από τα δικά του λόγια

“ένα κράτος που πορεύεται κουτουρού”

και θα συμπλήρωνα ότι καταφέρνει να επιβιώνει χάρη στους Μηνάδες, στους Παπα-Πυρόβολους, στους Χλωρούς.. χάρη στους ρομαντικούς κουζουλούς αυτού του κόσμου που τολμούν να ονειρευτούν και να συμπαρασύρουν στ’ όνειρο και τους γύρω τους.

Χάρη σ’ αυτούς που τα ζυγίζουν όλα σοφά.

Κι αν πρέπει να κάνουμε μια αναγωγή στα γεγονότα των ημερών θα έλεγα να μην αφήσουμε τη όποια σκλαβιά και το φόβο να μας γίνουν συνήθειαγιατί, όπως λέει ο αληθινός μπάρμπα Μηνάς

Όσο σκύφτεις το κεφάλι και λες "σφάξε με, Αγά μου, να αγιάσω", τόσο θα ακονίζει ο Αγάς τη χατζάρα του.

Κι όπως λέει ένας ποιητής: Ο πατέρας είναι πρώην αντάρτης (ποτέ δεν του άρεσε το πρώην, έλεγε πως η επανάσταση είναι ενεστώτας. Ποτέ υπερσυντέλικος, αόριστος ή παρατατικός)

Είναι ο Ποιητής που έχτισε το σπίτι του στη λευκή γη του άγραφου χάρτου παλεύοντας με το πείσμα του άγραφου χρόνου, αυτός που ομολογεί “ δεν ξέρω αν έγινα ποιητής, έμαθα πάντω; να καλώ τα πουλιά στο τραπέζι μου” είναι ο Νίκος Ψιλάκης και τον ευχαριστούμε που μας επέτρεψε να παρακαθίσουμε στο τραπέζι του.

 

google news icon

Ακολουθήστε το ekriti.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις για την Κρήτη και όχι μόνο.

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ράδιο Κρήτη © | 2013 -2024 ekriti.gr Όροι Χρήσης | Ταυτότητα Designed by Cloudevo, developed by Pixelthis