Μία από τις μεγαλύτερες ναυτικές τραγωδίες στις ελληνικές θάλασσες, ο «Τιτανικός της Ελλάδας», ήταν η βύθιση του επιβατηγού - οχηματαγωγού πλοίου «Ηράκλειον», λόγω μετατόπισης φορτίου.
Συνέβη τις πρώτες πρωινές ώρες της 8ης Δεκεμβρίου 1966, κοντά στην βραχονησίδα Φαλκονέρα (23 ν.μ. βορειοδυτικά της νήσου Μήλου), όταν το «Ηράκλειον», που εκτελούσε το δρομολόγιο Χανιά - Πειραιάς, βυθίστηκε, λόγω μετατόπισης φορτίου, με αποτέλεσμα να βρουν το θάνατο 273 άνθρωποι.
Το επιβατηγό - οχηματαγωγό «Ηράκλειον» της εταιρίας Αδελφών Τυπάλδου, που είχε αποπλεύσει από τα Χανιά με προορισμό τον Πειραιά, βυθίζεται κοντά στη νησίδα Φαλκονέρα το βράδυ της 7ης προς την 8η Δεκεμβρίου 1966 και πνίγονται πάνω από 200 επιβάτες.

Μαρτυρίες
Ανάμεσα στους πέντε (ναυαγούς) ήταν ένας λοχίας. Ο άνθρωπος είχε χάσει τα λογικά του από το σοκ. Μόλις τον βάλαμε στη βάρκα, άρχισε να μας δαγκώνει τα πόδια. Οι άλλοι δεν μιλούσαν από το σοκ. Στη βάρκα μας ανασύραμε και το λοστρόμο του «Ηράκλειο», το Θοδωρή το Μαγιάφη.
Είναι ο μόνος που την «πλήρωσε» για το ναυάγιο και δεν έφταιγε. Τον γνώριζα από παλιά. Τον έσυρα πάνω στη βάρκα και γύρισε και μου είπε: «Γιάννη δεν με γνωρίζεις;». Το πρόσωπο του ήταν μαύρο από το μαζούτ. Ο άνθρωπος αυτός είχε ειδοποιήσει εγκαίρως τον καπετάνιο όταν αντιλήφθηκε ότι η μπουκαπόρτα είχε ανοίξει και έμπαζε νερά. Του πρότεινε να ελαττώσουν ταχύτητα, όμως δυστυχώς απαξιώθηκε επειδή ήταν λοστρόμος.
Ο κ. Γιάννης θυμάται ότι και οι ίδιοι κινδύνευσαν να πνιγούν καθώς η μηχανή της βάρκας είχε «τραβήξει» από την αναρρόφηση μία λινάτσα. «Ο ύπαρχος φοβήθηκε και μας είπε να επιστρέψουμε στο πλοίο. Εγώ και ο Δαλιέτος αντιδράσαμε. Είπαμε ότι δεν πάμε πουθενά γιατί η πρώτη μας έννοια ήταν να βοηθήσουμε αυτούς τους ανθρώπους». Λόγω της θαλασσοταραχής ήταν αδύνατον οι πέντε ναυαγοί να ανέβουν στο πλοίο με την ανεμόσκαλα. «Ο λοστρόμος τους ανέβασε έναν-έναν με την καντηλίτσα (ένα σανίδι δεμένο στις άκρες με σκοινί). Πλήρωμα και επιβάτες παρακολουθούσαν με κομμένη την ανάσα την επιχείρηση διάσωσης των πέντε. Άλλοι έκλαιγαν με τόσα πτώματα τριγύρω, άλλοι κοίταζαν αποσβολωμένοι από το σοκ"
(Μαρτυρία του Γιάννη Λάμπρου, μπόμπαν (αντλιωρός) στο πλοίο Μίνως. Δημοσιέυτηκε στο σάιτ Shipfriends.gr).

"Στο F/B HERAKLION μπάρκαρα το 1965 σαν δόκιμος Πλοίαρχος. Το Ιανουάριο 1966 παρουσιάστηκα στο ΠΝ και υπηρέτησα στη Σούδα όπου και έκανε δρομολόγια το εν λόγο σκάφος, έτσι είχα επαφή με τους παλιούς συναδέλφους μου.Το καράβι ήταν ένα στιβαρό εγγλέζικο σκαρί, απ' ότι θυμάμαι το είχαν υπερυψώσει πάρα πολύ και δημιούργησαν δύο γκαράζ πλώρα πρύμα, με εισόδους από το πλάι του σκάφους που έκλειναν με δύο καταπέλτες οι όποιοι ασφαλίζονταν με τέσσερις πεταλούδες, το πλωριό γκαράζ ήταν για φορτηγά και το πρυμιό για επιβατικά.
Για την εποχή του ήταν ένα πολύ γρήγορο σκάφος, πιάναμε περίπου 18-20 μίλια, αλλά το μεγάλο ύψος του μας δημιουργούσε προβλήματα ευστάθειας και μερικές φορές είχαμε φοβερές κλίσεις.Δυστυχώς, την εποχή εκείνη οι έλεγχοι ήταν ανύπαρκτοι, ποτέ δεν κάναμε οποιαδήποτε άσκηση, τα μέσα διάσωσης όπως ακούστηκε και στη δίκη ήταν ανύπαρκτα, επίσης τα κουδούνια δεν δούλεψαν, τα συρματόσκοινα στις βάρκες είχαν φρακάρει τελείως από την μπογιά, και πολλές άλλες ελλείψεις που είχαν σαν αποτέλεσμα το τραγικό ναυαγιο"
(Shipfriends - Mike 1945).

Ο κ. Σταύρος Λαγωνικάκης, από τους λίγους επιβάτες που διασώθηκαν, με τη σκέψη του στο νεογέννητο γιο του, περιγράφει πώς κατάφερε να σωθεί: «Από τα μεσάνυχτα μέχρι περίπου τις 2 το πρωί άκουγα βαρέλια να χτυπούν στα αμπάρια λόγω του έντονου κυματισμού. Όταν το καμπανάκι του κινδύνου ήχησε, δε θα καταλάβαινα ότι το σκάφος βυθιζόταν αν δεν πήγαινα να σηκωθώ και να διαπιστώσω ότι όλα είχαν γυρίσει σχεδόν ανάποδα.
Μέχρι να φτάσω στο σαλόνι περπατώντας - κυριολεκτικά στα τέσσερα - τα φώτα έσβησαν. Κατάφερα να πεταχτώ έξω, μόνο και μόνο γιατί είχα εντοπίσει πού ήταν το πλατύσκαλο». Ένα κασόνι ήταν η σωτηρία για τον ίδιο και δύο ακόμη άνδρες ναυαγούς. Η κοπέλα που ήταν μαζί τους πνίγηκε, πριν προλάβουν να την ανασύρουν οι ναύτες του πολεμικού πλοίου "Σύρος", που έσωσαν τους υπόλοιπους. Η εικόνα της κοπέλας αυτής είναι η πιο οδυνηρή ανάμνηση για τον τότε μάχιμο σημαιοφόρο του "Σύρος" κ. Γιάννη Κοκκινόβραχο.
«Δύο φορές προσπαθήσαμε να την ανεβάσουμε στο κατάστρωμα, αλλά ο γάντζος έφευγε. Την τρίτη φορά, όταν καταφέραμε να την πιάσουμε από το εσώρουχο, ήταν πλέον πολύ αργά. Τόσα χρόνια δεν ήθελα να το θυμάμαι. Η ανάμνηση αυτή είναι οδυνηρή. Νιώθω πως φταίω και εγώ που δεν τη σώσαμε».
(Shipfriends - Νηρέας)

"Η δίκη η οποία πραγματοποιείται λίγους μήνες μετά, αλλά και η εκδίκαση της υπόθεσης σε δεύτερο βαθμό αφήνουν στους επιζώντες και τους συγγενείς των θυμάτων την πικρή γεύση της ατιμωρησίας εκείνων που θεωρούν έως σήμερα ενόχους.
Η τοπική κοινωνία ξεσηκώνεται, αφού πριν το ναυάγιο είχε αμφισβητηθεί η ικανότητα των πλοίων της εταιρείας Τυπάλδου, λόγω των μετατροπών που είχαν υποστεί. Στο Ηράκλειο, μία ημέρα μετά, με το οχηματαγωγό "Χανιά" της ίδιας εταιρείας επρόκειτο να ταξιδέψουν για τον Πειραιά μόλις 12 επιβάτες και τρία αυτοκίνητα.
Το πλοίο αποπλέει το ίδιο βράδυ με μόλις 4 επιβάτες και 3 αυτοκίνητα. «Παραδειγματική και δίκαιη η τιμωρία που επιβάλλουν οι Ηρακλειώτες στην πλοιοκτήτρια εταιρεία», γράφουν οι εφημερίδες της εποχής".
(Shipfriends - Νηρέας).

"Το πλοίο "Φαιστός", που είχε αποπλεύσει από τη Σούδα τα μεσάνυχτα ακολουθώντας την ίδια ρότα, δεν έλαβε ποτέ το σήμα κινδύνου. Ο ασύρματος ήταν χαλασμένος. Το πρωί στο λιμάνι του Πειραιά πλήρωμα και επιβάτες, μαθαίνοντας την είδηση, ξέσπασαν σε λυγμούς. Το πρώτο πλοίο που έφτασε στο σημείο του ναυαγίου ήταν το "Μίνως". Στις 10:30 "αντίκρισε" το "μοιραίο" φορτηγό-ψυγείο να επιπλέει στη θάλασσα. Στις 11 περισυνέλεξε τον πρώτο ναυαγό, 12 μίλια βόρεια της Αντιμήλου. Από τα θύματα, μόλις 25 σωροί περισυλλέχτηκαν για να κηδευτούν".
(Shipfriends - Νηρέας).