Στα σύνορα μιας διαφιλονικούμενης περιοχής, μια ομάδα περίπου 30 ατόμων πραγματοποιεί περιπολία και ανεβαίνει σε έναν λόφο από όπου συλλέγει πληροφορίες για το αντίπαλο στρατόπεδο.
Είναι ένα σενάριο που έχει εκτυλιχθεί αμέτρητες φορές στην ιστορία του πολέμου. Μόνο που σε αυτή την περίπτωση δεν μιλάμε για ανθρώπους αλλά για τους χιμπατζήδες του Εθνικού Πάρκου Τάι στην Ακτή του Ελεφαντοστού, το μεγαλύτερο προστατευόμενο δάσος της Δυτικής Αφρικής.
Ερευνητές που παρακολούθησαν για τρία χρόνια δύο ανταγωνιστικές ομάδες χιμπατζήδων αναφέρουν ότι κατέγραψαν για πρώτη φορά τακτικές περιπολίες σε λόφους σε καταστάσεις συγκρούσεων. Οι χιμπατζήδες φαίνεται ότι αποφασίζουν αν θα πραγματοποιήσουν εφόδους στο αντίπαλο στρατόπεδο βάσει των πληροφοριών που συλλέγονται σε αυτές τις εξορμήσεις, αναφέρει η ερευνητική ομάδα στην επιθεώρηση PLoS Biology.

Το σκαρφάλωμα σε λόφους δεν διευκολύνει απαραίτητα την οπτική αναγνώριση των αντιπάλων, προσφέρει όμως καλύτερες συνθήκες για την ανίχνευσή τους από ήχους, διαπιστώνει η μελέτη.
«Οι κορυφές των λόφων είναι καλυμμένες με βλάστηση και δεν προσφέρουν καλή θέση παρατήρησης» επισήμανε μιλώντας στο Reuters ο ανθρωπολόγος Σιλβέν Λεμόιν του Πανεπιστημίου του Κέμπριτζ, πρώτος συγγραφέας της μελέτης.
«Οι χιμπατζήδες ανταγωνίζονται για τον χώρο που περιλαμβάνει τις πηγές τροφής. Οι μεγάλοι χώροι ελέγχου είναι επωφελείς καθώς περιορίζουν τον ανταγωνισμό εντός της ομάδας. Η γεννητικότητα των θηλυκών είναι μεγαλύτερη στις μεγάλες περιοχές» εξήγησε ο Λεμόιν.
Οι δύο ομάδες της μελέτης ήταν περίπου ισομεγέθεις, αποτελούμενες από 40-45 άτομα, με 5-6 αρσενικά η καθεμία. Οι παρατηρήσεις έδειξαν ότι οι επιδρομές σε εχθρικό έδαφος είναι πιο συχνές όταν η αντίπαλη ομάδα βρισκόταν πιο μακριά. Τέτοιες επιδρομές καταγράφηκαν στο 40% των περιπτώσεων όταν οι αντίπαλοι βρίσκονταν σε απόσταση 500 μέτρων, 50% όταν βρίσκονταν ένα χιλιόμετρο μακριά και 60% όταν απείχαν 3 χιλιόμετρα.
Οι χιμπατζήδες και οι πυγμαίοι χιμπατζήδες μπονόμπο είναι οι στενότεροι συγγενείς του ανθρώπου, με τους οποίους μοιράζονται το 98,8% του DNA τους, παρά το γεγονός ότι οι εξελικτικές γραμμές τους διαχωρίστηκαν πριν από τουλάχιστον 6 εκατομμύρια χρόνια.
Διαβάστε επίσης