Είδα τον παιδικό μου φίλο απ’ την γειτονιά σαν πάντα γελαστό. Έτσι ήταν πάντα. Και του κόλλησε το παρατσούκλι ο ίδιος του ο πατέρας. Γύριζε απ’ τη δουλειά ο κυρ Χαράλαμπος και τρέχανε τα πέντε του παιδιά απ’ τις τέσσερις γωνιές της αυλής απάνω του. Μα εκείνος κάρφωνε το βλέμμα στον Κωστή.
- Τι γίνεται ρε Γέλωντα; Και σκούσαν κι οι δυο στα γέλια.
Όμοια και τώρα, ο Κωστής, με χαιρέτησε γελώντας, κι ας έχουν ασπρίσει τα μαλλιά μας, κι ας έχει χάσει έναν αδερφό καλά καθούμενα.
Και πιάσαμε να συζητούμε για τους γείτονες, τι κάνει ο ένας και ποιος ζει, ποιος χάθηκε, μέχρι που ρώτησα για την κυρά Σοφία που’ χε ένα μικρό περίπτερο κάποτε στην πλατεία Ελευθερίας, Τρεις Καμάρες για μας τότε.
Χάθηκε τότε το χαμόγελο του Κωστή.
- Τι’ ναι μωρέ, πέθανε; Τι έπαθες;
- Μωρέ αν είχε πεθάνει, … μεγάλη είναι …
- Τότε; Λέγε ρε …
- Ξέρεις βέβαια πως παιδιά δεν είχε …
- Λέγε ρε, τι έγινε ..
- Τη βρήκα να σκαλίζει τα σκουπίδια. Την πλησίασα, της μίλησα. Κυρά Σοφία, της είπα …Γύρισε με κοίταξε, είδα μια στιγμή στα μάτια της λίγη χαρά. Μετά …
Πάγωσα.
Μετά;
- Μετά, γυρίζει και μου λέει, δε με λεν Σοφία, παιδί μου, ποιος είσαι; Δε σε ξέρω …κι έφυγε γρήγορα. Έμεινα εκεί …δίπλα στα σκουπίδια, ένα σκουπίδι κι εγώ μέχρι που χάθηκε στη γωνία.
Δεν είπαμε τίποτ’ άλλο με τον Κωστή. Δεν είχε νόημα. Δώσαμε τα χέρια και χωρίσαμε.
Βλέπω, βέβαια, τώρα στα κανάλια κάποιους να κραδαίνουν χαρτιά με αριθμούς, χαμογελαστοί κι αυτοί, όπου αποδεικνύεται περίτρανα η ερχόμενη ευημερία μας (ορισμένοι μάλιστα απ’ αυτούς μέχρι πρότινος υποστήριζαν αντίθετα πράγματα), κρατούν κι ένα στυλό ανάμεσα στα δάκτυλα ως τεκμήριο σοβαρότητας, και ενώ θα’ πρεπε, δεν απορώ. Η πολιτική πια κατέστη, ως φαίνεται, άσκησις επί χάρτου.
Με δυνατή φωνή, βέβαια, ενίοτε, αναγνωρίζουν, ότι υπάρχει και η πείνα και η ανεργία, και … και … αλλά.. τ ι αλλά, δηλαδή; Το περίφημο φως στο τούνελ; Μα τι λέμε; Με ερείπια πίσω του; Και που μοιάζει με τον ορίζοντα. Όσο τον πλησιάζεις απομακρύνεται.
Προσεγγίζει η δωδεκάτη του Μεγάλου Σαββάτου. Ωστόσο στο νου μου πάντα μένει η εικόνα με το παράπονο του ελκομένου στο μαρτύριο Ιησού.
Σου είπαν ψέμματα πολλά,
ψέμματα σήμερα σου λένε ξανά
κι αύριο ψέμματα ξανά θα σου πουν,
ψέμματα σου λένε οι εχθροί σου
μα κι οι φίλοι σου, σου κρύβουν την αλήθεια.
Ψεύτικη δόξα σου τάζουν οι ψεύτες
μα κι οι φίλοι σου με ψεύτικες αλήθειες σε κοιμίζουν,
πού πας με ψεύτικα όνειρα;
πού πας με ψεύτικα όνειρα;
του Μίνωα Σωμαράκη