Skip to main content
ΚΡΗΤΗ

Η σφαγή στο Κοντομαρί - Προδημοσίευση του νέου βιβλίου του Μ.Ζ. Κοπιδάκη

Image
ektelesi_2.jpg
 clock 08:00 | 02/06/2018
writer icon newsroom ekriti.gr

Η εκτέλεση του ανδρικού πληθυσμού στο χωριό Κοντομαρί των Χανίων, στις 2 Ιουνίου 1941, λίγες ημέρες έπειτα από την εισβολή των Γερμανών αλεξιπτωτιστών στην Κρήτη, υπήρξε ένα από τα πιο ζοφερά γεγονότα της Κατοχής. Μια βαρβαρότητα που αποτύπωσε λεπτομερώς με τον φωτογραφικό φακό του ένας αξιωματικός της ναζιστικής ομάδας που βρέθηκε στο Κοντομαρί.
Με αφορμή ένα ποίημα του Κώστα Μπουρναζάκη για το ιστορικό αυτό συμβάν, προδημοσιεύουμε , στην επέτειο των εβδομήντα επτά χρόνων από την ημέρα εκείνη,μια σχετική μελέτη του Μ. Ζ. Κοπιδάκη από το βιβλίο του «Πέθανε πράγματι ο Μέγας Παν;», που πρόκειται να εκδοθεί από την Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη, απόσπασμα το οποίο παραχώρησε κατ΄ αποκλειστικότητα στο ekriti.gr .

                                                        *****

Τα γεύματα που παρέθετε ο Αδόλφος Χίτλερ στα μέλη του Γενικού  Επιτελείου και σε ανώτατα στελέχη του κόμματος ήταν λιτά: ψωμί, λαχανικά παντοειδή, χορτόσουπες. Το κάπνισμα απαγορευόταν αυστηρώς. Ενδιαφέρον όμως παρουσίαζε η ασταμάτητη φλυαρία του κατά την διάρκεια των γευμάτων. Ο Χίτλερ μιλούσε χωρίς να αυτολογοκρίνεται «για όλα και για μερικά ακόμη». Η ευρυμάθειά του προερχόταν από την πλούσια παραγωγή εκλαϊκευτικών ρατσιστικών φυλλαδίων και ψευδεπιστημονικών συγγραμμάτων, που κυκλοφορούσαν στη Γερμανία και πριν από την άνοδο των Ναζί στην εξουσία.
         Οι λεγόμενες «Επιτραπέζιες συζητήσεις του Φύρερ» καταγράφονταν από στενογράφους και εκδόθηκαν υπομνηματισμένες κατά τη δεκαετία του 1980. Οι μονόλογοι αυτοί αποκαλύπτουν, εκτός των άλλων, και τον κυκεώνα που ανακινούσαν μέσα στο μυαλό του δικτάτορα η θρασύτητα της ημιμάθειας και η θύελλα του παραλογισμού σχετικά με τη σχέση αρχαίων Ελλήνων και παλαιών Γερμανών. Έτσι, επί παραδείγματι, την 18η Ιανουαρίου 1942 στο αρχηγείο, με το κωδικό όνομα «Λυκοφωλιά», διατυπώνεται ο εξωφρενικός ισχυρισμός ότι «πρόγονοί μας είναι οι Έλληνες!». Μερικούς μήνες αργότερα (7.7.1942), στο ίδιο μέρος, λέγεται και κάτι που είναι σωστό: «Όταν οι πρόγονοί μας έφτιαχναν πέτρινες σκάφες, οι Έλληνες έχτιζαν την Ακρόπολη». Είναι λοιπόν φανερό και μόνο από τις εκμυστηρεύσεις αυτές ότι ο Χίτλερ υπέφερε από σύμπλεγμα κατωτερότητας απέναντι στους αρχαίους Έλληνες και ιδίως στους Σπαρτιάτες, τους οποίους φανταζόταν ως πρότυπο της Ινδογερμανικής φυλής: δολιχοκέφαλοι, ραδινοί με σώματα ευπαγή, με γαλάζια μάτια και με ίσια ξανθά μαλλιά. 
 
Η κατάκτηση της Ελλάδας από τους Γερμανούς υπαγορεύτηκε βεβαίως από λόγους γεωστρατηγικούς. Εν όψει της επίθεσης εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης οι Γερμανοί στρατηγοί δεν ήθελαν να αφήσουν εκκρεμότητες στα Βαλκάνια. Οι πιο διορατικοί μάλιστα υποψιάζονταν ότι πολύ σύντομα και οι Ηνωμένες Πολιτείες θα συμπαρατάσσονταν με τους Συμμάχους. Η εισβολή ωστόσο συνοδεύτηκε και από προπαγανδιστικά φληναφήματα συμβολικού χαρακτήρα. Στην περισπούδαστη μελέτη του Ο εθνικοσοσιαλισμός και η αρχαιότητα (εκδ. Πόλις 2012) ο Γάλλος καθηγητής Johann Chapoutot σχολιάζει και τη συμβολική διάσταση της εδαφικής προσάρτησης της Ελλάδας στο Τρίτο Ράιχ. Ο γερμανικός πόλεμος-αστραπή παρουσιάζεται από τη ναζιστική προπαγάνδα ως τέταρτη κάθοδος των Βορείων στην Ελλάδα, όπου διαβιοί ένας συρφετός από μαυριδερούς σγουρομάλληδες λεβαντίνους. Βάσει βιολογικού δικαίου οι Γερμανοί είναι οι νόμιμοι κληρονόμοι αυτής της χώρας. Η Ελλάδα επιτέλους μετά από μια μακρά περίοδο φυλετικής παρακμής επανεντάσσεται στο ευρωπαϊκό σύστημα κυκλοφορίας καθαρού αίματος και πρόκειται να αναγεννηθεί!
        Φαίνεται ότι αρχικά ο Χίτλερ δίσταζε να θέσει σε εφαρμογή το σχέδιο Ερμής (Merkur) που αποσκοπούσε στην από αέρος κατάληψη της Κρήτης. Προφασιζόταν ότι, αν η Κρήτη μετατρεπόταν σε φρούριο του Τρίτου Ράιχ, ίσως να προέκυπταν προστριβές με την Τουρκία, που ήταν απευκταίες εκείνη την εποχή, και οι στρατιώτες που θα έπρεπε να εγκατασταθούν στην Νήσο, θα προσβάλλονταν από ελονοσία. Πιθανώς να διαισθανόταν ότι το τίμημα του αίματος που θα κατέβαλε η Βέρμαχτ έμελλε να είναι βαρύ, και πραγματικά ήταν, καθώς εξοντώθηκαν χιλιάδες επίλεκτοι Γερμανοί στρατιώτες. Οι Κρήτες αντιστάθηκαν υπακούοντας στα στοιχειώδη αντανακλαστικά τους αισθήματα, που επιβάλλουν την υπεράσπιση του πατρίου εδάφους, και στη φωνή της Ιστορίας. Έτσι ο Κουρτ Στούντεντ ομολόγησε αργότερα ότι: «Ως διοικητής των γερμανικών μονάδων αλεξιπτωτιστών που κατέλαβαν την Κρήτη, συνδέω το όνομα αυτού του νησιού με πολύ πικρές αναμνήσεις».
        Με διαταγή του Κ. Στούντεντ άρχισαν ήδη την επαύριο της κατάληψης τα αντίποινα εις βάρος του άμαχου πληθυσμού. Την 3η Ιουνίου η Κάντανος πυρπολήθηκε και ισοπεδώθηκε. Την προηγούμενη ημέρα μια διμοιρία αλεξιπτωτιστών εισέβαλε σε ένα μικρό χωριό της επαρχίας Κυδωνίας, το Κοντομαρί, και συνέλαβε όλους τους κατοίκους. Με τη δικαιολογία ότι ένας αλεξιπτωτιστής είχε βρεθεί σκοτωμένος στην περιοχή εκείνη, οι Γερμανοί εξετέλεσαν 23 άνδρες από το χωριό, το σύνολο σχεδόν του ανδρικού πληθυσμού. Στιγμιότυπα από την επιχείρηση απαθανάτισε με τον φακό του ο υπολοχαγός Franz-Peter Weixler. Το υλικό αυτό αρχειοθετημένο στα «Γερμανικά Ομοσπονδιακά Αρχεία», είναι σήμερα προσβάσιμο σε πλήθος ιστοσελίδες.
        Προφανώς στην προκείμενη περίπτωση ο υπολοχαγός δεν ενεργούσε αυτοβούλως αλλά υπηρετούσε ένα από τα δραστικότερα μέσα προπαγάνδας, την καθοδηγούμενη κι επιλεκτική απεικόνιση της πραγματικότητας. Και απλοί στρατιώτες όμως με τον ερασιτεχνικό φακό τους επιζητούσαν να απαθανατίσουν το έκτακτο γεγονός, που ήταν συνάμα και προσωπικό τους βίωμα. Με τη φωτογραφία ο νεαρός πολεμιστής αποδείκνυε στους δύσπιστους ότι ήταν και αυτός εκεί, όπου διαδραματιζόταν το ιστορικό γίγνεσθαι, έστω και αν επρόκειτο για στυγερό έγκλημα. Η άμεση προσωπική εμπειρία του πολέμου (Das Kriegserlebnis) περιβαλλόταν από το φωτοστέφανο της δόξας. Βεβαίως όταν άρχισε να διαγράφεται στον ορίζοντα το ενδεχόμενο της ήττας, τουλάχιστον οι λιγότερο φανατικοί από τους υπηρεσιακούς και τους αυτοσχέδιους φωτογράφους πολεμικών κατορθωμάτων, αναλογιζόμενοι ότι το υλικό αυτό θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από τους νικητές ως τεκμήριο ενοχής, έσπευσαν να το αποκρύψουν ή και να το καταστρέψουν.

       Η σειρά των φωτογραφιών από τη θηριωδία στο Κοντομαρί στάθηκε το σημείο εκκινήσεως, για τη σύνθεση του ακόλουθου ελεγείου, που συμπεριλαμβάνεται στην προσφάτως εκδοθείσα συλλογή του Κώστα Μπουρναζάκη, που φέρει τον τίτλο Πρόσωπα και δοκιμασίες (Ίκαρος 2016):
 
  ΚΟΝΤΟΜΑΡΙ ΧΑΝΙΩΝ, 2 ΙΟΥΝΙΟΥ 1941
 
Τα χελιδόνια εκείνα που δεν έπιασε ο φακός
του υπολοχαγού Franz-Peter Weixler
θα σάρωναν τις πυρωμένες πέτρες, τις αγκιναριές,
ανάστατα με τις φωνές, τους γδούπους, το μαρσάρισμα.
Δόντια γυμνά και σπόροι κοφτεροί αγκίστρωσαν τη μέρα.
Να οι γερόντισσες που αφήσανε το φούρνισμα στη μέση,
ο Γεωργιλάς που άσπριζε δυο μέρες τώρα την αυλή του,
ο γιος τ’ Αρτέμη ο Αντώνης, ο Ηλίας του Πανάγου,
ο Νικολής, ο Ευριπίδης, το Μιχαλιό του Δασκαλάκη,
ο Γιώργης που άκουσε απ’ το περβόλι φασαρία κι ήρθε…
Εδώ το μοίρασμα δυο κόσμων: το χώμα και το αίμα.
Ο ασκημένος Θάνατος δεν είναι σκυλοκέφαλος,
δεν έχει σώμα ερπετού, γλώσσα διχαλωτή διαβόλου,
στριφογυρίζει λόγια για να τελειώσει το τσιγάρο (λήψη 14)
ή κάθεται με βαρεμάρα πίσω απ’ τους διαλεγμένους (λήψη 18)
ο νους του έχει αδειάσει με σφυριές και σύρματα
κι είναι γαλήνιος — «να πάνε πιο μέσα στα δέντρα
εσείς στηθείτε εκεί: Legt an! Feuer! Feuer! Feuer!»
 
Αυτά τα συντριμμένα κεφάλια, τα συστρεμμένα σώματα,
ο φρικαλέος πόνος, τα σπίτια ρημαγμένα, κι οι ορφάνιες,
αν σήμερα τ’ αθροίσομε φτάνουν στην άκρη καν μιας ρίζας μας;
γυρίζουνε μια ακτίνα στον ακίνητο τροχό καμιάς ψυχής;

 

lipsi_14.jpg

lipsi_14.jpg, by renas

 

lipsi_18.jpg

lipsi_18.jpg, by renas

       Συχνότερα από την παραδοσιακή, η νεωτερική ποίηση, και ιδιαίτερα η αντιπολεμική, αρέσκεται σε τίτλους που δηλώνουν τόπους μνήμης ή ημερομηνίες συμβάντων ή και το συνδυασμό των δύο στοιχείων, τοποχρονολογίες. Η τεχνική αυτή απαντά στα ποιήματα του γερμανόφωνου Ρουμάνου ποιητή Paul Celan, όπου στοιχειώνουν οι μνήμες του Ολοκαυτώματος. Γενικά πολλά από τα νεωτερικά αντιπολεμικά ποιήματα φιλοδοξούν να μην αντιμετωπίζονται ως «αναπτύξεις επιφωνημάτων» σχετλιαστικών, αλλά και ως τεκμήρια που απαντούν σε ερωτήματα του τύπου «πού, πότε, ποιος και γιατί».
         Οι συνυποδηλώσεις της πρώτης λέξης του ποιήματος είναι ευοίωνες. Τα χελιδόνια φέρνουν την άνοιξη, τα παιδιά από αρχαιοτάτων χρόνων τραγουδούσαν τα χελιδονίσματα («Ἦλθες, ἦλθες χελιδὼν καλὰς ὥρας ἄγουσα») αλλά και όταν το φθινόπωρο αποδημήσουν, θα μεταφέρουν τα μηνύματα των ερωτευμένων στην ξενιτιά και είναι βέβαιο ότι θα επιστρέψουν. Εδώ όμως η ειδωλοποιεία που εισάγεται υπακούει στο τέχνασμα της ματαιωμένης προσδοκίας. Το κρητικό τοπίο μετατρέπεται σε εκκωφαντική δυστοπία.
         Στη μελέτη του Η ομορφιά της λίστας (εκδ. Καστανιώτης 2009) ο Ουμπέρτο Έκο, ανέδειξε τη λειτουργία του καταλόγου από τον Όμηρο ως τον Τζόις. Ο σύντομος, καθότι ενδεικτικός κατάλογος ονομάτων που ακολουθεί στο ποίημα του Μπουρναζάκη, και εισάγεται με το δεικτικό μόριο «να», αποτίει βέβαια φόρο τιμής στα θύματα, αλλά και στη διάλεκτο με την οποία προσανατολίζεται στον κόσμο κάθε Κρητικός ποιητής. Τα ονόματα των μελλοθανάτων απαλλάσσονται από την ψυχρότητα της γραφειοκρατικής καταγραφής και εκφωνούνται με τους τύπους που ακούγονται στην καθημερινή επικοινωνία: ο γιος τ’ Αρτέμη ο Αντώνης, ο Ηλίας του Πανάγου, το Μιχαλιό του Δασκαλάκη. Μέλημα του ιστορικού είναι να τα μεταγράψει στην επίσημη γλώσσα: Αποστολάκης Αντώνιος του Αρτέμη, Δασκαλάκης Ηλίας του Πανάγου, Δασκαλάκης Μιχαήλ του Πανάγου. Και σε δυο άλλα σημεία του ποιήματος εμφανίζεται το διαλεκτικό χρώμα. Η λέξη «αγκιναριά» δεν μαρτυρείται στα νεοελληνικά λεξικά. Στη μεταφορά επίσης του τελευταίου στίχου, υπόκεινται οι δυο πρώτοι στίχοι του Ερωτόκριτου:
 
      Του κύκλου τα γυρίσματα που ανεβοκατεβαίνου
      και του τροχού που ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνου…

 
      Στο κέντρο του ποιήματος, στον ομφαλό του, τοποθετείται η σύναψη «το χώμα και το αίμα», που αποδίδει σε αντίστροφη τάξη τον γερμανικό λογότυπο (Blutund Boden). Η σύναψη αυτή αποτελεί το ερμηνευτικό κλειδί και του ποιήματος φυσικά, αλλά και του φονικότερου από όλους τους πολέμους που έζησε από καταβολής κόσμου το ανθρώπινο γένος, του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Από την εθνικοσοσιαλιστική ψύχωση για την υποτιθέμενη καθαρότητα του αίματος προήλθαν τα εργαστήρια (Lebensborn) που παράγονταν τα «τέλεια» παιδιά: «γοργοπόδαρα σαν το λαγό, ανθεκτικά σαν το τομάρι, σκληρά σαν το ατσάλι». Γεννήτορές τους ήταν οι αξιωματούχοι των Ες-Ες και γυναίκες επιλεγμένες με κριτήρια τα (υποτιθέμενα) φυσικά χαρακτηριστικά της αρίας φυλής. Για να μην μολύνεται η καθαρή ράτσα των κυρίαρχων, τέθηκαν σε εφαρμογή τα προγράμματα ευθανασίας, οι στειρώσεις, οι γενοκτονίες και οι άλλες φρικαλεότητες του εφαρμοσμένου ρατσισμού.
        Στη ναζιστική μυθοπλασία για «το χώμα» συνεισέφεραν, ο ακόρεστος επεκτατισμός, τα νεφελώδη δόγματα περί αυτοχθονίας, ο αποκρυφισμός και ο λεγόμενος Agrarismus, δηλαδή το προβιομηχανικό δέσιμο του ανθρώπου με τη γη του και τα αξίες της. Ειδικό βάρος στο βιογραφικό του υποψηφίου να καταταγεί στα Ες-Ες είχε η τυχόν αγροτική του καταγωγή. Το χώμα λοιπόν και το αίμα, με τον πλούσιο συμβολισμό τους και τις συμπαραδηλώσεις τους πυρπολούσαν με ουτοπικές συλλήψεις το γερμανικό φαντασιακό.
       Η σύναψη «ο ασκημένος Θάνατος» παραπέμπει, υποψιάζομαι, στη χιτλερική «αγωγή», η οποία με συστηματικό τρόπο αποσκοπούσε στην εξοικείωση, αν όχι τη συμφιλίωση του πληθυσμού με την βία και την ιδέα του θανάτου. Η επιτυχία της προπαγανδιστικής εκστρατείας συνίστατο στο ότι ο μέσος Γερμανός, που δεν ήταν εκ πεποιθήσεως ναζιστής, δεν συσχέτιζε άμεσα τον αντισημιτισμό και τα κηρύγματα ακατάλλακτου μίσους με την πολιτική κατάσταση, αλλά θεωρούσε ότι τα ξενοφοβικά σύνδρομα ήταν πατροπαράδοτα, είχαν επιστημονική εγκυρότητα και γενικά ανήκαν στην τάξη του κόσμου. Το γεγονός ότι το γυμνό κρανίο με τα μηριαία οστά χιαστί, που είχαν ως έμβλημά τους παραστρατιωτικές ομάδες (Totenkopfverbände) δεν ξένιζε, είναι αποκαλυπτικό. Ο συμβολισμός ήταν ευανάγνωστος: ο μελανοχίτων με την νεκροκεφαλή δήλωνε χωρίς περιστροφές ότι ήταν έτοιμος να σκοτώσει και, αν παρίστατο ανάγκη, να σκοτωθεί. Ήδη προτού κηρυχθεί ο πόλεμος, είχε γαλουχηθεί με τα παγγερμανικά εθνικιστικά ιδεώδη, τον διαχωρισμό των λαών σε φίλους και σε εχθρούς, την περιφρόνηση της δημοκρατίας και του ελεύθερου πνεύματος, και την βιολογική αναγκαιότητα της θανάτωσης των «κατωτέρων φυλών». Την υπεραπλούστευση, την καχυποψία και τον φανατισμό υπηρετούσε μια νέα γλώσσα, η  Lingua Tertii Imperii, που είχε αλλάξει την «εἰωθυῖαν ἀξίωσιν τῶν ὀνομάτων», τη συνήθη σημασία των λέξεων. Ως το 1939 λοιπόν η συντριπτική πλειοψηφία των αγοριών είχε περάσει από τα εκπαιδευτήρια της χιτλερικής νεολαίας.
        Διόλου παράδοξο συνεπώς ότι οι νεαροί αλεξιπτωτιστές στο Κοντομαρί, μολονότι δεν είχαν τα απωθητικά χαρακτηριστικά των εγκληματιών του Lambroso, μπορούσαν να αντέξουν τη συμμετοχή τους στο εκτελεστικό απόσπασμα. Η γαλήνη του νου τους ήταν απόρροια της πλύσης εγκεφάλου που είχαν υποστεί και της συνεπακόλουθης συναισθηματικής τους ρηχότητας. Από τον ασκημένο ως τον μηχανοποιημένο θάνατο των στρατοπέδων συγκέντρωσης η απόσταση είναι μικρή. Το σύνολο πρόβλημα συνόψισε στο μνημειώδη στίχο ο Paul Celan:
 
             «Ο θάνατος είναι ένας τεχνίτης που έρχεται από τη Γερμανία»
                                                                   («Η φούγκα του θανάτου»).
 
        Ο ιστορικός χρόνος ακινητοποιείται στους δύο επόμενους στίχους (14-15) του ελεγειακού ποιήματος, καθώς ο δημιουργός του στρέφει τον «φακό» του λόγου σε ισάριθμες λήψεις των αποτρόπαιων γεγονότων από τον Γερμανό υπολοχαγό (τις υπ’ αρ. 14 και 18), και μάλιστα στις λεπτομέρειες των φωτογραφιών αυτών: με τον επικεφαλής της διμοιρίας που ψύχραιμος φλυαρεί για να τελειώσει το τσιγάρο του, και έναν σχεδόν έφηβο αλεξιπτωτιστή που αναμένει διαταγές, καθισμένος με παγερή αμεριμνησία σε στάση «οκλαδόν», πίσω από τους διαλεγμένους για εκτέλεση άντρες στο Κοντομαρί. Η σημερινή εικόνα του λόγου, που πηγάζει από την απεικόνισή της στο φωτογραφικό χαρτί του 1941, εντείνει τη φρικαλέα ταραχή, τις διαστάσεις του αδυσώπητου θανάτου που επίκειται.
          Τη δραματικότητα της πρώτης ενότητας του ποιήματος υπογραμμίζουν η κινητικότητα και τα ποικίλα ακούσματα που ανακαλούν το περιώνυμο ομηρικό χιαστό:
 
ἔνθα δ’ ἅμ’ οἰμωγή τε καὶ εὐχωλὴ πέλεν ἀνδρῶν    
ὀλλύντων τε καὶ ὀλλυμένων, ῥέε δ’ αἵματι γαῖα.
                                                                                    
                (Δ450-451)
 
          Πουλιά λοιπόν πετούν, οχήματα κινούνται, άνθρωποι τρέχουν να σωθούν ή άλλοι να συλλάβουν όσους προσπαθούν να ξεφύγουν. Ορισμένες από αυτές τις κινήσεις πάγωσε ο φακός του υπολοχαγού. Από την άλλη ακούγονται το ψεύδισμα της μυθολογικής Φιλομήλας με την κομμένη γλώσσα, οι τσιρίδες των γυναικών, οι γδούποι από τα χτυπήματα, τα μαρσαρίσματα, και οι δυο γλώσσες: η διάλεκτος και η «γλώσσα των χοιρογρυλλίων». Στο τέλος πέφτουν απανωτές τουφεκιές— «κτύπον δέδορκα» θα έλεγε ο τραγικός.
         Με τον τίτλο «Οι Μαύρες Διαθήκες της Φιλοσοφίας 2: Μάρτιν Χάιντεγκερ», ο Νικήτας Σινιόσογλου δημοσίευσε στην Αθηναϊκή Επιθεώρηση του Βιβλίου (The Athens Review of Books, τχ. 74, Ιούνιος 2016, σ. 45-55), εκτενέστατη κριτική για τα Μαύρα Τετράδια του φιλοσόφου, τα οποία «πόρρω απέχουν από το να είναι παίδευσις εν μουσική». Στις σημειώσεις των ετών 1939-1941 ο Χάιντεγκερ εκφράζει την αγανάκτησή του για τον «θόρυβο της ιστορίας» που έπληττε την ακουστική του. Συμπεριελάμβανε άραγε σ’ αυτόν τον θόρυβο τον πάταγο και τον ορυμαγδό, που ακούστηκαν τον Ιούνιο του 1941 στο Κοντομαρί;
         Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος τελείωσε τον Μάιο του 1945, αφήνοντας την Ευρώπη αιμόφυρτη. Την επαύριο ηττημένοι και νικητές βρέθηκαν αντιμέτωποι με τις συνέπειες του πολέμου, ηθικές και υλικές καταστροφές, και με δυο άλλα διαφορετικής φύσεως δυσεπίλυτα προβλήματα, την διαχείριση της μνήμης και την ερμηνεία των γεγονότων, ένα προνομιακό χώρο για τους ιστορικούς. Στη μνήμη λοιπόν αλλά και στην ιστορία αναφέρεται το τετράστιχο της κατακλείδας του ποιήματος, που καταλήγει σε δυο επάλληλες ρητορικές ερωτήσεις, οι οποίες επιδέχονται αρνητικές απαντήσεις. Ο απαισιόδοξος τόνος  είναι απολύτως δικαιολογημένος, γιατί πράγματι τώρα βρισκόμαστε στο κρίσιμο εκείνο σημείο όπου τη Συλλογική Μνήμη διαδέχεται η Παράδοση, «που αναδύεται όταν οι πρωταγωνιστές των εν λόγω γεγονότων έχουν εξαφανισθεί» — το ακανθώδες θέμα πραγματεύεται ο Gerard Noiriel στην πραγματεία του Τι είναι η σύγχρονη Ιστορία; (Gutenberg 2005) με βάση την κλασική μελέτη του  Maurice Halbwachs, La mémoire collective (Παρίσι 1950, και σε ελληνική μετάφραση εκδ. Παπαζήση 2013). Στην προκείμενη περίπτωση πρόσθετες δυσκολίες στο πέρασμα από τη Συλλογική Μνήμη στην Παράδοση, προξενεί και η αυθάδεια μιας ακραίας μορφής της αναθεωρητικής ιστοριογραφίας, που αναζητά να βρει ψεγάδια ακόμη και στον αυθόρμητο ξεσηκωμό του κρητικού λαού.

ektelesi_1.jpg

ektelesi_1.jpg, by renas

 

ektelesi_2.jpg

ektelesi_2.jpg, by renas

                                                       ***
Το «Κοντομαρί Χανίων, 2 Ιουνίου 1941», είναι ένα ρωμαλέο ιστορικό ποίημα με έντονη τη φιλοσοφική χροιά, επειδή ακριβώς αίρεται και πάνω από το συγκεκριμένο γεγονός, στα «καθόλου» κατά τον αριστοτελικό ορισμό. Συνάμα είναι ένα τρυφερό ελεγείο, ένα δύσκολο τέχνημα. Ο ανώνυμος βιογράφος του Αισχύλου αναφέρει ότι ο δραματικός ποιητής αυτοεξορίστηκε από την Αθήνα, όταν το ποίημα που συνέθεσε για τους Μαραθωνομάχους κρίθηκε κατώτερο από το αντίστοιχο του Σιμωνίδου, επειδή «τὸ ἐλεγεῖον πολὺ τῆς περὶ τὸ συμπαθὲς λεπτότητος μετέχειν θέλει», και αυτό το αίτημα ήταν αλλότριο της τέχνης του Αισχύλου. Το ποίημα του Κώστα Μπουρναζάκη μετέχει ακριβώς «πολὺ τῆς περὶ τὸ συμπαθὲς λεπτότητος».
 
                                           ΕΠΙΣΗΜΕΙΩΣΗ
 
Επέλεξα να σταθώ σε ένα από τα συνολικώς εικοσιένα  ποιήματα της συλλογής Πρόσωπα και δοκιμασίες—βιβλίο με ποικίλους θεματικούς προσανατολισμούς: από την αρχαία Αίγυπτο ως την Μινωική Ελεύθερνα και το Βυζάντιο, και από τους οραματισμούς του Γκόγια ως το κινηματογραφικό εγκώμιο του Βιμ Βέντερς για την χορογράφο Πίνα Μπάους—καθώς πιστεύω ότι η αποτίμηση ενός ποιήματος, αντί γενικών και άλλων παρατηρήσεων για ολόκληρο το έργο, αποτυπώνει πληρέστερα τις δυνατότητες του δημιουργού, και αποτελεί πρόταση μελέτης και των άλλων ποιημάτων αυτής της συλλογής.
 
*Προδημοσίευση από το βιβλίο του Μ. Ζ. Κοπιδάκη, «Πέθανε πράγματι ο Μέγας Πάν;», που πρόκειται να εκδοθεί από την Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη.

Βιογραφικό του Μιχάλη Ζ. Κοπιδάκη

Ο Μιχάλης Ζ. Κοπιδάκης γεννήθηκε το 1945. Σπούδασε κλασική φιλολονία στα Πανεπιστήμια Θεσσαλονίκης και Χαϊδελβέργης. Υπηρέτησε σε όλες τις βαθμίδες της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης έως το 1997 και από το 1998 υπηρέτησε ως καθηγητής στο τμήμα Μεθοδολογίας, Ιστορίας και Θεωρίας της Επιστήμης του Πανεπιστημίου Αθηνών. Τώρα είναι ομότιμος Καθηνητής. Έχει γράψει: "Το Γ΄ βιβλίο των Μακκαβαίων και ο Αισχύλος" (1982)· "Αριάδνη. Σχόλια στον ερωτικό Σεφέρη" (1984)· "Γιώργος Σεφέρης και Μάρω. Αλληλογραφία" (επιμέλεια, 1986)· Λογγίνος, "Περί ύψους" (μετάφραση και σχόλια, 1990)· "Συμωνίδου, Ίαμβος κατά γυναικών" (1994)· "Οίνον επαινώ. Ανθολογία ποίησης για το κρασί" (1995)· "Ιστορία της ελληνικής γλώσσας" (σχεδιασμός και επιμέλεια, 1999)· "Εν λόγω ελληνικώ..." (2003) κ.ά.
Τα επιστημονικά του ενδιαφέροντα αφορούν τον Αισχύλο, τη μετάφραση των Εβδομήκοντα, την Καινή Διαθήκη (θρησκειολογικό υπόβαθρο, γλώσσα και ύφος), την ελληνόφωνη Ιουδαϊκή γραμματεία, την ιστορία της ελληνικής γλώσσας, την Κρητική διάλεκτο, τη νεοελληνική ποίηση και την ιστορία των Κρητικών επαναστάσεων.
 

google news icon

Ακολουθήστε το ekriti.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις για την Κρήτη και όχι μόνο.

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ράδιο Κρήτη © | 2013 -2024 ekriti.gr Όροι Χρήσης | Ταυτότητα Designed by Cloudevo, developed by Pixelthis