" Του χάρωνος το δρέπανον ακαίρως, αν κόψει εκεί το νήμα της ζωής μου, ω!
Μιά φορά κι έναν καιρό, στην εποχή που το γιαούρτι απασχολούσε μόνο την τρίτη ηλικία και όσους έφτιαχναν τζατζίκι (γιαουρτοσκόρδιον που λένε στο Κολωνάκι) εκεί στο Νότο ζούσε ένας συμπαθητικός τυπάκος που τον έλεγαν Παντελή. Σιδεράς στο επάγγελμα. Αλλά -κατά πώς νομίζουν οι περισσότεροι- ο Παντελής πίστευε πως δεν έκανε για τούτη τη δουλειά. Για άλλα προοριζόταν. "Άλλα είναι εκείνα π' αγαπώ" που λέει σοφά κι ο ποιητής. Την γυρόφερνε συχνά τούτη την κουβέντα ο σιδηρουργός. "Μωρέ, εγώ έπρεπε να γενώ πολιτικός" εκμυστηρευόταν σε φίλους και πελάτες, που μπαινόβγαιναν στο σιδεράδικο. Κι εκείνοι για να σπάσουν πλάκα τον ενθάρρυναν. Κι ο Παντελής δεν ήθελε και πολύ ενθάρρυνση, εδώ που τα λέμε. Τραβούσε μονομιάς την καρέκλα στη μέση του σιδηρουργείου, ανέβαινε πάνω κι άρχιζε να καμώνεται τον πολιτευτή. Μαζευόταν η γειτονιά. Άκουγε τα λογύδρια και ξέσπαγε σε ενθουσιώδη χειροκροτήματα. Το "Famous Pantelis show" επαναλαμβανόταν όλο και πιο συχνά. Κι οι διαβεβαιώσεις στο τέλος κάθε "προεκλογικής ομιλίας" πλήθαιναν. "Παντελή, κατέβα στις εκλογές κι εμείς θα σε στηρίξουμε". Ο κόσμος γελούσε με την ψυχή του κάθε φορά που ο σιδεράς ανέβαινε στην καρέκλα. Γιατί -ομολογουμένως- ο επίδοξος πολιτευτής, τους έλεγε ακριβώς αυτά που ήθελαν να ακούσουν. Αλλά με τον δικό του τρόπο. Όλο χωρατό και ... άγνωστες λέξεις. Οι ομιλίες ξεκινούσαν με την διάσημη πλέον φράση "θα σας κάνω μία εντριβή- διατριβή". Και μετά ο Παντελής έμπαινε κατ' ευθείαν στο ... ψητό. "Θα φέρω από μία δίμετρη Ρωσίδα σε κάθε άντρα ψηφοφόρο. Οι γυναίκες σας είναι κοντές και κουράζονται με το σπίτι και τα παιδιά. Οι Ρωσίδες θα τις .. ξεκουράσουν κι εσείς θα αλλάξετε το μενού της "φασολάδας". Λοιπόν, οι Ρωσίδες το πρωί θα βοηθούν τις γυναίκες σας και το βράδυ ... εσάς. Αλλά να τις συντηρείτε, ρεμάλια. Μη φύγουν άρον άρον για τη Ρωσία και πουν ότι είμαστε καρμίρηδες και τσιγκουναραίοι εξαπανέκαθεν". Κι αν έβλεπε κανένα συνοφρυωμένο και σοβαρό ανάμεσα στο ακροατήριο, του το ‘λεγε κατάμουτρα: "Εσένα σε "κόβω" για δύο Ρωσίδες και επειγόντως".
Η επίθεση σε βάρος των δημοσιογράφων και των σκιτσογράφων της Γαλλικής εφημερίδας στο Παρίσι έχει όλα τα χαρακτηριστικά της απαρχής ενός ... πολυδιαφημισμένου πολέμου: Το Χαλιφάτο των Τζιχαντιστών που απειλεί καιρό τώρα με "ιερό πόλεμο" τη Δύση και κάθε ελεύθερη πένα που δεν ασπάζεται τα δόγματά του, έκανε με τον πλέον βάρβαρο και θεαματικό τρόπο, πράξεις τις απειλές του. Τα σκίτσα του Αλλάχ είναι έτοιμα για μία ακόμη φορά να διχάσουν τον πλανήτη σε "πιστούς" που είναι πρόθυμοι να σκορπίσουν θάνατο και σε "άπιστους" που προκαλούν με τις απόψεις ή τις δημοσιεύσεις τους. Η Δύση πάγωσε από την είδηση αλλά τα αντανακλαστικά της λειτούργησαν γρήγορα. Οι μεγαλύτερες εφημερίδες της Γαλλίας σε μία πρωτοφανή κίνηση αλληλεγγύης ανακοίνωσαν ότι από αύριο κιόλας θα παραχωρήσουν προσωπικό, μέσα και ό,τι άλλο χρειαστεί για να συνεχίσει τη λειτουργία της η εφημερίδα της Charlie Hebdo. Και δεν πρόκειται ασφαλώς για απλή συναδελφική αλληλεγγύη αλλά για κάτι απείρως σπουδαιότερο: την ανάγκη η ελευθερία του λόγου και η άποψη του Βολταίρου (διαφωνώ με όσα λες αλλά θα υπερασπιστώ και με τη ζωή μου το δικαίωμά σου να τα λες) να συνεχίσουν να πρυτανεύουν στις σχέσεις μας και στις ζωές μας. Και το ακόμη τραγικότερο είναι πως στο βωμό των θρησκευτικών αγώνων -ακόμη και επί των ημερών μας- γίνονται οι πιο λυσσώδεις πόλεμοι και στρατεύονται οι πιο φανατισμένοι "πιστοί" για να σκορπίσουν θάνατο, φρίκη, τρόμο και οδύνη. Πίσω τους ασφαλώς και δεν κρύβονται εμπνευσμένοι θρησκευτικοί ηγέτες αλλά συμφέροντα που βολεύονται με "ιερούς πολέμους" που απαιτούν όπλα, φανατισμό, ορδές κατευθυνόμενων θρησκόληπτων, έτοιμων ανά πάσα στιγμή να γυρίσουν την ανθρωπότητα αιώνες πίσω. Η επίθεση στην εφημερίδα των Παρισίων πληροί όλες τις προδιαγραφές μίας διεθνούς τραγωδίας. Όχι γιατί χάθηκαν κάποιοι άνθρωποι αλλά γιατί αιτία να χαθούν στάθηκε το γεγονός ότι οι δημοκρατικές κοινωνίες "χωράνε" καιρό τώρα όλες τις απόψεις κι αυτό κάποιοι το θεωρούν ήδη μεμπτό και το κηρύσσουν "θανάσιμο αμάρτημα".
/«Στου Κούλε τα κριγιά νερά θα μπω κι ας ξεπαγιάσω,/ /Τη δύναμη της πίστης μου πάλι να δοκιμάσω»/ Ο Ζαχαρίας είναι...
Αλλάζουν -κατά τα τρέχοντα και τα όσα ζούμε- οι ευχές που ανταλλάσσουμε τούτες τις μέρες; Κι όμως αλλάζουν. Κάποτε οι άνθρωποι συναντιώνταν μετά την αλλαγή του χρόνου κι έλεγαν απλώς "ό,τι ποθείς" ή αν είχαν όρεξη για μεγαλύτερη ανάλυση πρόκριναν την "καλή υγεία και την ευτυχία". Φέτος όμως ακόμη κι οι ευχές άλλαξαν. Νοιώθοντας την ανάγκη να εμψυχώσουμε ο ένας τον άλλο, γράψαμε και είπαμε ευχές που ξέφυγαν από τα ειωθότα. Ανάμεσά τους ξεχώρισα το "σου εύχομαι ολόψυχα να αποκτήσεις το νέο έτος μία καλή δουλειά". Ελαφρώς ανέφικτο καθώς το ψυχανεμιζόμαστε, σε μία χώρα που μόνο λουκέτα βάζει στους εργασιακούς χώρους, επιμένουμε να ξορκίσουμε την δυσάρεστη προοπτική με ευχές για το αντίθετο. Λες και φέτος τα θαύματα θα πυκνώσουν και οι "δουλειές" θα αβγατίσουν, "Να έχετε την υγεία σας και να μην χρειαστείτε νοσοκομεία και γιατρούς". Κι αυτή η ευχή έχει το ... χάζι της. Διότι σου λέει ο ευχόμενος, αν χρειαστείς νοσοκομείο .. βάσανά σου. Και τα τάλιρα σε ευρώ να δώσεις, και οι γιατροί να μην απεργούν, και το νοσοκομειακό υλικό να 'ναι βρισκούμενο και το βιβλιάριο να κατάφερες να ανανεώσεις, πάλι κάπου μπορεί να σκαλώσει η υπόθεση. Ευχή τρίτη και ευρηματική: Άντε και του χρόνου .. σπίτια τους. Ποιοί; Ο Τόμσεν κι η παρέα τους, που μας κατσικώθηκαν και δεν λένε να μας απαρνηθούν. Και καμιά εκατοστή ακόμη ... τοκιστές και σουλατσαδόροι, που περνοδιαβαίνουν τη χώρα και βάζουν στο μικροσκόπιο ό,τι κατά την κρίση τους αξίζει και το ... κοιτάζουν σαν αρπακτικά. Ίσως ενόψει εκλογών η ... μπάλα να παίρνει και μερικούς ακόμη αλλά αυτό θα το δείξουν οι κάλπες. Ευχή και .. κατάρα συνάμα: Το σπίτι σας και τα μάτια σας ... και να μην προλάβουν τον πλειστηριασμό τα "κοράκια". Αυτό "φορέθηκε" πολύ αφ' ότου μάθαμε πως οι πλειστηριασμοί πρώτης κατοικίας έπεσαν σε "κενό νόμου" κι ενώ όλοι πρέσβευαν πως δεν θα γίνουν εν τέλη γίνονται. "Καλή χρονιά κι ακέραιη .. σύνταξη". Ακούστηκε σε καφενεία παραμονές πληρωμών. Είναι ο τόπος που ανάμεσα σε καφέδες και ρακές οι γέροντες "συγκρίνουν" πόσα ευρώ κόπηκαν από την σύνταξη του καθενός. Άσε που θυμούνται το "δώρο" και μελαγχολούν. Και στο τέλος το ρίχνουν στις ρακές και στο καλαμπούρι κι εύχονται ο ένας στον άλλο να ζήσουν πολλά χρόνια και να .. ρίξουν έξω τον προϋπολογισμό του κράτους. Κράτησα για το τέλος την ευχή με το πιο ανθρωπιστικό motto, που άκουσα φέτος: Να 'μαστε καλά και να θυμόμαστε το "άνω- θρώσκω". ("συστατικά" της λέξης άνθρωπος). Συνοδευόταν μάλιστα, κι από μαντινάδα που έλεγε: Αφήστε έξω απ' τις ευχές, των δανειστών την κρίση. Απου 'χει πλούτο στην καρδιά, χρονιά χρυσή θα ζήσει. Μ.Κ.
Πώς να το καλοπιάσω; Μικρούλι και χαδιάρικο είναι ακόμη. Όλο προσδοκίες κι ελπίδες. Θέλει κανάκεμα. Και μουσικές. Άσε που γεννήθηκε στο έτος του Αλόγου των Κινέζων. Να βγει καθαρόαιμο τουλάχιστον. Λέω να το εξευμενίσω με μελωδίες. Δώδεκα τραγούδια. Ένα για κάθε μήνα του. Να του δώσω για τον Γενάρη τη βροχή του Χατζηδάκι . Nα καλοπιάσω τη ... σπορά του. Να βάλω "Φλεβάρη των φλεβών" του μετά. Να φτερουγίσει στα σπίτια των ... Αρχόντων. Για τον Μάρτη "έχω μια σκέψη" και θέλω να τη μοιραστώ μαζί του. Τον Απρίλη θα το ντύσω με "το δίκιο μου" . Να νοιώσει το βάρος του. Tο Μάη θα επιστρατεύσω τον ....
Παραμονές γιορτών υπάρχει πάντα ένα δυσερμήνευτο άγχος με τα δώρα των παιδιών. Φταίει ίσως που τα ρωτάς τι θέλουν κι ανοίγουν με ύφος ειδικού λίστες φτιαγμένες σε ... excel, έτοιμα να σου δώσουν κωδικό πώλησης για την πλέον σύγχρονη έκδοση του παιχνιδιού που διάλεξαν στο e shop της ... γειτονιάς τους. Κι είναι ίσως να χαμογελάς με όλα τούτα τα καμώματα της νέας γενιάς και της νέας τεχνολογίας αλλά σήμερα ίσως πρέπει να δούμε πόσο μεταλλάχτηκε με τα χρόνια το έρμο το πνεύμα των Χριστουγέννων. Σε κάτι αλλοτινούς καιρούς ως παιδιά λατρεύαμε να του παραδινόμαστε. Ήταν οι εποχές που τα λίγα μας έκαναν .. πλούσιους. Πλουσιότερους από τα πολλά της σήμερον, που μας φτωχαίνουν. Θυμάμαι ένα μετρίου αναστήματος, μαδημένο, κιτς δεντράκι (απομίμηση αληθινού), που 'βγαινε κάθε χρόνο τέτοιες μέρες από το πατάρι. Στηνόταν αναγκαστικά στο παράθυρο (πρώτο τραπέζι πίστα) και φορτωνόταν με γυάλινες λάμπες, που όλο και λιγόστευαν από τα ατυχήματα και τις αδεξιότητες. Τριγύρω του απλωνόταν μία σειρά από φώτα (που δεν έπαιζαν μουσικές και κάλαντα) αλλά το ομόρφαιναν με το φως τους. Τότε, βλέπετε, τα φωτάκια ήταν ... φωτάκια κι όφειλαν απλώς να φωτίζουν. Οι λάμπες ήταν .. λάμπες και έσπαζαν γιατί ήταν γυάλινες. Τα δέντρα ήταν .. Χριστουγεννιάτικα δέντρα και παρότι το οικολογικό κίνημα ήταν λιγότερο διαδεδομένο, θεωρούσαμε αυτονόητο πως δεν θα θυσιάσουμε δάση για να κάνουμε το κέφι μας. Α και η αλήθεια είναι πως δεκάρα δεν δίναμε ως πιτσιρίκια για το πως κληρονομήσαμε το έθιμο. Ούτε τυραννιόμασταν με διλήμματα του στυλ "δέντρο ή καράβι ". Οι γειτονιές τότε δεν φωτίζονταν με λαμπιόνια, ούτε σωλήνες από νέον "έγραφαν" το περίγραμμα των σπιτιών. Και χιόνι εκεί τριγύρω τα Χριστούγεννα δεν θυμάμαι ποτέ. Θυμάμαι όμως έντονα τις ζεστές παλτουδιές και τα πλεκτά σκουφάκια, που επιστρατεύαμε για να τρέχουμε και να παίζουμε στους δρόμους. Μία πανευτυχής και ξέγνοιαστη πιτσιρικαρία, που δεν κρύωνε εύκολα, δεν κολλούσε μικρόβια -κι ας έτρωγε ... χώμα με το κουτάλι- και δεν μαζευόταν με τίποτα. Τα σοκάκια άλλωστε, τω καιρώ εκείνω, ήταν μία ασφαλής υπόθεση. Οι υπολογιστές, το ίντερνετ και οι ... ηλεκτρονικές λίστες δώρων ήταν ακόμη σενάρια επιστημονικής φαντασίας, που ίσως μόνο ο Άρθουρ Κλαρκ μπορούσε να σκαρφιστεί. Και καθώς πλησίαζαν οι γιορτές και οι μεγάλοι αγωνιούσαν να μας σκηνοθετήσουν την ατμόσφαιρα, άρχιζαν οι πλάγιες ερωτήσεις για το "τι θέλεις να σου φέρει ο Άη Βασίλης". Κι εμείς -επειδή είμασταν προ πολλού υποψιασμένοι για το … ραχάτι του Αγίου- ζητούσαμε το κατιτίς μας, το συμβολικό. Ένα βιβλίο, μία κούκλα, μία μπάλα, ένα αυτοκινητάκι. Και εκείνα τα μπιχλιμπίδια δεν είχαν ποτέ σαφή εικόνα στο μυαλό μας. Ξέραμε μόνο ότι θα τα βρούμε αμπαλαρισμένα κάτω από το δέντρο. Και η ασάφεια είχε την μαγεία της, καθώς τα δώρα διατηρούσαν εν μέρει το στοιχείο της έκπληξης. Το γενικόλογο αίτημα για βιβλίο αποκτούσε τίτλο συγκεκριμένο και εξώφυλλο. Η «ακαθόριστη» κούκλα έπαιρνε όψη, η μπάλα αποκτούσε χρώμα και το αυτοκινητάκι είχε αίφνης σχήμα και μέγεθος. Και το κυριότερο ίσως ήταν ότι πίσω από τις επιλογές των δώρων νοιώθαμε πως υπήρχε κάτι σπουδαιότερο: ο τρόπος που εμείς οι «μικροί» εμπιστευόμασταν τα .. όνειρά μας στους «μεγάλους» και εκείνοι με την σειρά τους -σαν συμμέτοχοι στο γιορτινό παραμύθι- τα μορφοποιούσαν. Χωρίς barcode και στυλιζαρισμένες επιλογές. Αφήνοντας χώρο στην φαντασία και στην αγάπη. . .......
Σύμφωνα με τη Χριστιανική παράδοση, υπήρχε και τέταρτος Μάγος,ο Αρτάβαν ,ή Αρτάβανος που δεν πρόλαβε να προσκυνήσει το μικρό Ιησού... Ήταν μάγος - αστρονόμος της εποχής εκείνης που είχε δει και αυτός, τη συζυγία των πλανητών που υποδείκνυε το σημείο γέννησης του Βασιλέως!! ( Μια πολύ ωραία και διδακτική ιστορία για τα Χριστούγεννα και το πραγματικό νόημά τους). ΥΠΟΘΕΣΗ: O Αρτάβαν ήταν ο τέταρτος μάγος, φίλος του Μελχιώρ, του Γάσπαρ και του Βαλτάσαρ, που προσκύνησαν τον Χριστό στη Βηθλεέμ. Ήταν γνωστός για την καλοσύνη του και τις ιατρικές υπηρεσίες που παρείχε σε όποιον τις είχε ανάγκη. Ο Αρτάβαν πουλάει όλη την περιουσία του μετατρέποντάς την σε ρουμπίνια και χρυσό και ξεκινά να συναντήσει τους τρεις φίλους του - επίσης μάγους- με σκοπό να πάνε όλοι μαζί εκεί που θα τους οδηγούσε το άστρο για να προσκυνήσουν το νέο Βασιλιά. Φτάνοντας όμως στο σημείο συνάντησης - στη Βορσίπη - ο υπηρέτης του Μελχιώρ που είχε μείνει για να τον ενημερώσει, του είπε ότι οι σοφοί, είχαν ξεκινήσει ήδη το ταξίδι τους.. Ο Αρτάβαν δεν πτοήθηκε που οι άλλοι μάγοι δεν τον περίμεναν..Να παρατηρεί τον ουρανό το γνώριζε καλά. Άλλες οδηγίες δεν είχε ανάγκη και ξεκίνησε όλο προσμονή για το ταξίδι. Ταξίδευε μέρα και νύχτα για να καλύψει την απόσταση που τον χώριζε από από τον Μελχιώρ, τον Γάσπαρ και τον Βαλτάσαρ, κουβαλώντας τους πολύτιμους λίθους και τον χρυσό ( τα δώρα που θα πρόσφερε στο Θείο Βρέφος). Ο 'Αρτάβαν, φτάνει στη Βηθλεέμ. Δυστυχώς όμως δε προλαβαίνει να προσκυνήσει το Θείο Βρέφος όπως οι άλλοι τρεις μάγοι γιατί η Αγία Οικογένεια είχε ήδη διαφύγει στην Αίγυπτο. Στη Βηθλεέμ, όπως και σε όλη τη χώρα, είχε ξεκινήσει η σφαγή των νηπίων, που ο Αρτάβαν συγκλονισμένος παρακολουθούσε χωρίς να μπορεί να αποτρέψει. Προσπάθησε όμως μοιράζοντας ρουμπίνια που κρατούσε ως δώρο για τον νέο βασιλέα να δωροδοκήσει Ρωμαίους στρατιώτες και να σώσει κάποια παιδιά από βέβαιη σφαγή. Λέγεται ότι μεταξύ αυτών που εσώθησαν ήταν και ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος. Κι εδώ είναι που ξεκινά η περιπέτεια..Θα καταφέρει άραγε ο Αρτάβαν να βρει τον Βασιλιά; Και πότε; Σημαντική σημείωση: Αρτάβαν στη Μανιχαϊστική Μέση Περσία, είναι το ουράνιο πρόσωπο που είναι το πιο φωτεινό, ο δίκαιος, ο εκλεκτός. Όμως, το μυστικό για να γίνει κάποιος " Αρτάβαν", ,,,,
Ψάχνεις γύρω σου κι εντός σου το πνεύμα της γιορτής που σιμώνει και δυσκολεύεσαι να το αναγνωρίσεις. Φταίει που λείπει από την ζωή πια ο ενθουσιασμός; Φταίει που μεγαλώσαμε; Φταίει που ψάχνουμε την ύλη κι αγνοούμε την ουσία; Πάντως ως παιδιά βιώναμε τα Χριστούγεννα αλλιώς. Ίσως βοηθούσαν οι μυρωδιές, το χρώμα, ένα σωρό πράγματα που απαιτούσαν κόπο και σχέδιο, η μουσική και οι ψαλμοί, οι ιεροτελεστίες και τα έθιμα. Και τα δώρα ... Κι έπειτα ήταν και το χαρτζιλίκι από τα κάλαντα. Που να μας κρατήσεις μέσα την παραμονή; Ξεχυνόμασταν αξημέρωτα στις γειτονιές. Να χτυπάμε πόρτες και κουδούνια, να ταλαιπωρούμε μονότονα τα τρίγωνα και να νοιαζόμαστε μόνο για τον ... οβολό. Γιατί πάντα υπήρχε σχέδιο. Ξέραμε ακριβώς πόσα έπρεπε να μαζέψουμε για να πάρουμε και εμείς τα δώρα για τους δικούς μας. Κι οι μυρωδιές μας ακολουθούσαν παντού. Οι νοικοκυρές ετοίμαζαν μελομακάρονα και κουραμπιέδες. Ή δίπλες και ξεροτήγανα. Κι οι στράτες μοσχοβόλαγαν. Η ζάχαρη από τους κουραμπιέδες, μας .. άχνιζε τα ρούχα και τα κεράσματα έδιναν και έπαιρναν. Χριστούγεννα Πρωτούγεννα , πρώτη γιορτή του χρόνου. Για βγείτε, δείτε, μάθετε που ο Χριστός γεννάται. Γεννιέται κι ανασταίνεται στο μέλι και στο γάλα, Τα μέλι τρων οι άρχοντες, το γάλα οι αφεντάδες Και το μελισσόχορτο το λούζοντ' οι κυράδες Κυρά ψηλή, κυρά λιγνή, κυρά καμαροφρύδα Κυρά μου όταν στολίζεσαι και πας στην εκκλησιά σου Βάνεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι αγκάλη Και τον καθάριο αυγερινό τον βάζεις δακτυλίδι Στο σπίτι ετούτο πού 'ρθαμε του πλουσιονοικοκύρην' ανοίξουνε οι πόρτες του να μπει ο πλούτος μέσανα μπει ο πλούτος κι η χαρά κι η ποθητή ειρήνηκαι να γεμίσουν τα σταμνιά μέλι, κρασί και λάδικι η σκάφη του ζυμώματος με φουσκωτό ζυμάρι Κι ήταν η μόνη χειμωνιάτικη μέρα του χρόνου που κανείς μας δεν ένοιωθε κρύο ...Έκτοτε, σκέφτομαι συχνά τέτοιες μέρες, εκείνο το πετυχημένο σλόγκαν μίας παλιάς χριστουγεννιάτικης διαφήμισης, που έλεγε ότι ... μεγαλώσαμε κι οι επιθυμίες μας έγιναν ...ανάγκες. Μ.Κ.
Το σκηνικό θυμίζει δυνατό πολιτικό θρίλερ ... αμερικάνικου τύπου όπου "μυστικά και υποχθόνια κέντρα" σκηνοθετούν παρασκηνιακές ίντριγκες που δυναμιτίζουν την πολιτική ζωή μίας χώρας. Συνήθως όμως αυτά συνέβαιναν στην μεγάλη ή τη μικρή οθόνη και πάντως όχι στη Βουλή των Ελλήνων. Από χθες όμως τα πράγματα άλλαξαν. Οι συνέλληνες σαστισμένοι παρακολουθούν καταγγελίες που σοκάρουν. Η αλήθεια τους, μένει να αποδειχτεί, αλλά στο μεταξύ και μόνο οι εντυπώσεις που έχουν προκληθεί θα αφήσουν στίγματα και πληγές που δύσκολα θα επουλωθούν. Το πολιτικό κύρος έχει τρωθεί ανεπανόρθωτα. Κι όλα αυτά εν μέσω των πλέον κρίσιμων στιγμών σε μία Ελλάδα που μαστίζεται από φτώχεια, ανεργία κι απελπισία. Ας σταχυολογήσουμε όμως όσα υπαινίσσονται οι αναμεμιγμένοι στην υπόθεση των χρηματισμών κι ας θέσουμε μερικά απλά ερωτήματα: - Επιχειρηματίες και Τραπεζικοί κύκλοι διαθέτουν κεφάλαια για να εξαγοράσουν ψήφους πολιτικών και να στηρίξουν την επιλογή Προέδρου της Δημοκρατίας. Γιατί άραγε; - Κάποιοι εμπλέκουν το όνομα του Πρωθυπουργού κι εκείνος -νοιώθοντας προφανώς ανίσχυρος να αμυνθεί- καταφεύγει σε μηνύσεις. Γιατί όμως δεν μηνύει τον "εντολέα" που ανέμειξε το όνομά του στην βρώμικη αυτή υπόθεση; - Ένας ηθοποιός που πολιτεύεται βρίσκεται στο επίκεντρο της διαμάχης και κοιτάζοντας θλιμμένα τον φακό ομολογεί πως "παίζει" τον πιο ειλικρινή ρόλο της ζωής του. Γιατί όμως βρίσκεται ο ηθοποιός στην ελληνική Βουλή; - Ένας μυστηριώδης κύριος που αρθρογραφεί με το ψευδώνυμο "Δευκαλίων" έφερε τον απόλυτο κατακλυσμό. Ο αρχαίος Δευκαλίων ήταν ο μόνος άνθρωπος που επιβίωσε της απόλυτης καταστροφής καίτοι γιος της Πανδώρας που διέθετε το "μαγικό" κουτί των συμφορών. Τι δουλειά όμως έχουν οι σημερινοί ... Δευκαλίωνες με τα χρήματα από την απαγωγή Παναγόπουλου; "The Weeping woman" Pablo Picasso Παρακολουθώντας το "σήριαλ" που εκτυλίσσεται με τις απόπειρες δωροδοκίας βουλευτών και τους παρακεντέδες του πολιτικού συστήματος θυμήθηκα την όμορφη παραβολή του Χαλίλ Γκιμπράν για την αναζήτηση της αλήθειας. Την μεταφέρω εν συντομία: Ένας άνθρωπος έβαλε σκοπό της ζωής του να βρει την Αλήθεια. Οπλίστηκε με υπομονή και ξεκίνησε την περιπλάνησή του. Ταξίδεψε σε χώρες, πόλεις και χωριά αλλά πουθενά δεν έβρισκε πληροφορίες που να τον βοηθήσουν. Κάποτε κουρασμένος από την οδοιπορία του μπήκε σε μία σπηλιά για να ξεκουραστεί. Στο πιο σκοτεινό της σημείο διέκρινε μία σκιά να κινείται. Συνηθίζοντας στο χαμηλό φως διέκρινε τη φιγούρα της ασχημότερης γυναίκας που είχε συναντήσει ποτέ του. Γριά, αποκρουστική, βρώμικη κι ατημέλητη. - Ποιά είσαι; τη ρώτησε. - Η Αλήθεια, του είπε εκείνη. Ο άνθρωπος την κοίταζε εμβρόντητος. - Μα τι κάνεις εδώ μέσα; Γιατί είσαι έτσι; ψέλλισε Η αλήθεια χαμογέλασε και του απάντησε: - Είμαι εδώ γιατί όλοι λένε πως με ψάχνουν και μ' αγαπούν, αλλά στην πραγματικότητα δεν αντέχει κανείς να με δει. Μ.Κ.
Ένας φοιτητής κάθονταν στην καφετέρια της πανεπιστημιούπολης και μελετούσε, όταν πρόσεξε δύο ηλικιωμένους άνδρες να πλησιάζουν και να κάθονται σε ένα κοντινό του τραπέζι. Τότε ο ένας από τους ηλικιωμένους άρχισε να μιλά για τη σύζυγό του. Όταν τελείωσε την φράση του, ρώτησε τον άλλο άντρα να του μιλήσει για την δική του γυναίκα. Διαβάστε την απάντηση του όπως ακριβώς την μετέφερε ο φοιτητής.. «Ήμουν 21 χρονών όταν την γνώρισα. Μόλις την είδα να μπαίνει στην αίθουσα το κατάλαβα. Δεν χρειάστηκε καν να ρωτήσω ποια είναι. Σκέφτηκα «αυτή είναι η γυναίκα μου» ! Τα υπόλοιπα όλα είναι ιστορία. Αυτή η γυναίκα ήταν το κάτι άλλο. Κάθε μέρα, έλειπα για 12 ώρες στη δουλειά και όταν γυρνούσα στο σπίτι υπήρχε πάντα φαγητό στο τραπέζι να με περιμένει. Όταν τα παιδιά έπεφταν για ύπνο, ήμασταν τόσο κουρασμένοι που πηγαίναμε κατευθείαν στο κρεβάτι και κρατιόμασταν αγκαλιασμένοι σφιχτά για λίγη ώρα, πριν κοιμηθούμε. Ήταν από τις λίγες στιγμές της ημέρας που την ένιωθα τόσο κοντά μου, έστω και για τόσο λίγο. Αυτά τα λίγα λεπτά μου έδιναν τη δύναμη να συνεχίσω να δουλεύω για να εξασφαλίσω ένα καλύτερο μέλλον στα παιδιά μου. Της έλεγα ότι όσο ήταν αυτή εκεί να τη σφίγγω στην αγκαλιά μου, θα ήμουν για πάντα μια χαρά. Ήταν η βασίλισσα της ζωής μου. Ήταν αυτή που με βοήθησε να γίνω ο άνθρωπος που είμαι σήμερα. Ευγενικός με τους ανθρώπους και καλός πατέρας. Μπορείς να ρωτήσεις τα παιδιά μου για αυτό. Μερικοί άνθρωποι ξέρουν πως να το κάνουν αυτό. Κάποιοι άνθρωποι ξέρουν πως να σε κάνουν καλύτερο άνθρωπο. Ήρθε κάποια μέρα όμως που αρρώστησε. Στην αρχή δεν ανησύχησα, άλλωστε όλοι κάποτε αρρωσταίνουμε. Αλλά οι γιατροί φαίνονταν να πιστεύουν ότι δεν ήταν κάτι απλό. Έμοιαζαν να ανησυχούν και όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια είχαν δίκιο. Όταν μας είπαν τα άσχημα νέα, η γυναίκα μου με ρώτησε αν θα ήθελα να παντρευτώ κάποια άλλη όταν πεθάνει. Ανησυχούσε. Δεν ήθελε να μείνω μόνος μου και να στεναχωριέμαι. Αλλά δεν μπορούσα ούτε καν να με φανταστώ με άλλη. Μου φαίνονταν απίστευτο. Όταν της το είπα, γύρισε, με κοίταξε και μου είπε: «Αφού σε ξέρω καλά. Είσαι το είδος του ανθρώπου που χρειάζεται μια γυναίκα στο πλευρό του. Δεν θα μπορούσες ποτέ να είσαι χαρούμενος μόνος σου» Το αρνήθηκα, ξανά και ξανά και ξανά.. Μετά από ένα χρόνο που πάλευε με τη αρρώστια της, όλα είχαν αλλάξει στο σπίτι. Δεν υπήρχε πια φαγητό στο τραπέζι όταν γυρνούσα σπίτι από τη δουλειά. Η γυναίκα μου περνούσε τη μέρα της στο κρεβάτι και με περίμενε να επιστρέψω το βράδυ για να την σηκώσω και να την μεταφέρω στο τραπέζι. Κάθονταν στην καρέκλα και με κοίταζε με εκείνα τα μεγάλα πράσινα μάτια της την ώρα που μαγείρευα κάτι για να φάμε. Μου έδινε οδηγίες χαμογελαστή και με μάλωνε αν έκανα κάτι λάθος, αν έριχνα περισσότερο αλάτι από όσο έπρεπε. Ήταν οι πιο όμορφες στιγμές της ημέρας μου! Απλά ήμασταν ευτυχισμένοι που μπορούσαμε να δούμε ο ένας τον άλλο. Στις πολύ άσχημες ημέρες της, δεν μπορούσε να φάει μόνη της και έπρεπε να την ταΐσω. Δεν το ήθελε, έκλαιγε και ζητούσε συγνώμη. Την μάλωνα. Αφού το ήξερε, ότι και να γίνει θα είμαι πάντα εκεί δίπλα της. Ήταν ο άνθρωπος μου και ήμουν ο άνθρωπος της. Μέχρι το τέλος. Τα πράγματα σιγά σιγά όμως χειροτέρεψαν. Έφτασε η μέρα ...